CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

Sunday 30 December 2007

Μιά ευχή

Πέφτοντας δεν ήξερε τι το περίμενε, τι θα αντίκρυζε...έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στην αχαλίνωτη, γρήγορη και παγερή πτώση. Πέρασε μέσα απο νεφελώματα, μέσα από μυριάδες χρώματα, μέσα από εκατομμύρια αστέρια, ώσπου το σώμα του έγινε συντρίμια πέφτοντας με δύναμη στην κορυφή ενός λόφου. Άνοιξε έντρομο τα μάτια του...είχε γίνει χιλιάδες κομμάτια, είχε διαλυθεί. Κι όμως δεν το ένοιαζε καθόλου, γιατί λίγο πριν γίνει αυτό ένα αγοράκι, στην άκρη ενός μικρού χωριού , είχε δει που έπεφτε αυτό το μικροσκοπικό αστεράκι και πρόλαβε να κάνει μια ευχή.... «Αχ μακάρι να γίνει καλά η μαμά μου», κι εκείνο λίγο πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του, πριν σβήσει η μικρή φλόγα στην καρδούλα του , που του χάριζε απλόχερα ο ήλιος , είπε «θα γίνει, θα γίνει...».


Y.π1. Για σένα...

Υ.π2. Μπλογκ δε θα σε βρίσω σήμερα έτσι για αλλάγή.


Tuesday 25 December 2007

Πώς τα ξωτικά έγιναν οι βοηθοί του Αϊ-Βασίλη( μια ιστορία από τα σκατοπαιδάκια)

Μια φορά κι έναν καιρό, ο αγαπημένος μας Αϊ – Βασίλης ήταν πολύ στεναχωρημένος. Οι τάρανδοι που θα τον μετέφεραν σε όλα τα παιδιά του κόσμου, είχαν αρρωστήσει πολύ βαριά και δεν μπορούσαν να πετάξουν με το έλκηθρο πάνω από τα σπίτια των παιδιών, χαρίζοντας τους και αυτά τα Χριστούγεννα το χαμόγελο και τη χαρά.

Καθόταν μπροστά στο τζάκι και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του, καθώς έβλεπε την ώρα να περνάει και οι τάρανδοι του να μη γίνονται καλά. Του είχε μείνει μόνο μια μέρα και δεν ήξερε πια τι να κάνει. Ξαφνικά ένα δάκρυ άρχισε να βγάζει λάμψεις και ένα μικρό ξωτικό πετάχτηκε από μέσα και του είπε....

- Καλέ μου Άγιε Βασίλη, μη στεναχωριέσαι μπορώ να φωνάξω όλα τα ξωτικά του δάσους για να βοηθήσουν και να τραβήξουν αυτά το έλκηθρο.

- Αλήθεια καλό μου ξωτικό μπορείς να κάνεις τέτοιο πράγμα για εμένα;

- Βεβαίως!

- Ευτυχώς ξωτικούλη που ήρθες και μου έδωσες μία τόσο ωραία ιδέα!

Το μικρό ξωτικό έτρεξε λοιπόν να ειδοποιήσει όλα τα ξωτικά του δάσους για να κουβαλήσουν αυτά τα δώρα για τα παιδιά.

Λίγο πριν φύγουν ο Άγιος Βασίλης τους είπε να βάλουν λίγη μαγική σκόνη στα πόδια τους για να μπορούν να πετάξουν .

Στα μισά όμως της διαδρομής, ξαφνικά τα ξωτικά αισθάνθηκαν ότι η μαγική σκόνη γλίστραγε από τα πόδια τους κι έτσι άρχισαν να πέφτουν. Και σαν να μην έφτανε αυτό το παλιό έλκηθρο του Αϊ-Βασίλη τρύπησε και ο χοντρούλης Άγιος Βασίλης μαζί με τα ξωτικά, έσκασαν σαν καρπούζια πάνω σε ένα χιονάνθρωπο κι ο Αϊ-Βασίλης όπως έπεσε έφαγε κατά λάθος την καροτένια του μύτη.

Στο μεταξύ στο σπίτι του Άγιου Βασίλη είχε μείνει ένα ξωτικό για να φροντίζει τους τάρανδους, δινοντάς τους φαγητό, ζεστό τσαγάκι και μια κουβερτούλα κι έτσι είχαν γίνει καλά.

Ο κακομοίρης Άγιος Βασίλης μην ξέροντας τι άλλο να κάνει εκεί έξω στην παγωνιά του ήρθε μια ιδέα: να χτυπήσει τα κουδουνάκια μήπως και τ’ ακούσουν οι τάρανδοι.

Πράγματι μόλις τα άκουσαν οι τάρανδοι , είπαν στο ξωτικό.

- Εεε ξωτικούλη ο Άγιος Βασίλης μας καλεί, μάλλον θα μας χρειάζεται. Βάλε μας λίγη μαγική σκόνη στα πόδια μας για να πετάξουμε και να πάμε κοντά του.

- Είστε σίγουρα καλά μου ταρανδάκια, ότι μπορείτε να πετάξετε μέσα στο κρύο και την παγωνιά;

- Ναι , ναι άσε τα λόγια και κάνε γρήγορα! Άνοιξε το κόκκινο ντουλαπάκι δεξιά από την κόκκινη πόρτα, βρες ένα κόκκινο γυαλιστερό σακουλάκι , άνοιξέ το και ρίξε μας μαγική σκόνη!

Οι τάρανδοι, μόλις το ξωτικό τους έριξε τη μαγική σκόνη, πέταξαν γρήγορα γρήγορα για να σώσουν τον Άγιο Βασίλη. Όταν έφτασαν εκεί ο Άγιος Βασίλης του είπε:

- Πηγαίνετε παλι πίσω στο σπίτι να πάρετε το καινούριο έλκηθρο, γιατί το παλιό τρύπησε. Μάλλον έχω παραχοντρύνει και το έσπασα, πρέπει να τρώω λιγότερο. Κάντε όμως γρήγορα , γιατί σε λίγο ξημερώνει και δεν έχουμε μοιράσει ακόμα τα δώρα.

Οι τάρανδοι γύρισαν στο σπίτι, πήραν το καινούριο έλκηθρο και μέχρι να πεις....αψού! έφτασαν στον Αϊ – Βασίλη.

Τότε ανέβηκαν όλοι πάνω στο καινούριο έλκηθρο και πέταξαν ψηλά αφήνοντας μια χρυσή σκόνη πίσω τους.

Τα ξωτικά τον βοήθησαν να μοιράσει όλα τα δώρα.

Έτσι από τότε τα ξωτικά κάθε χρόνο βοηθάνε τον Άγιο Βασίλη να φτιάξει και να μοιράσει τα δώρα σε όλο τον κόσμο, έχουν γίνει οι πολύτιμοι βοηθοί του , για αυτό κι εμείς κάθε χρόνο παίρνουμε όμορφα δώρα .

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Υ.Π 1. Είναι ωραία να τα βλέπεις έτσι τα πράγματα ακόμα!

Υ.Π 2. Για να μην ξεχνιόμαστε blog αντέ γαμήσου!


Thursday 6 December 2007

................................................................................................

Εκείνο το βράδυ δεν είχε ύπνο...

Άνοιξε την κουρτίνα και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Έβρεχε ακόμα. Από προχθές έβρεχε ασταμάτητα, όλα είχαν γίνει μούσκεμα, όλα είχαν μουλιάσει μαζί και το μυαλό της. Γούσταρε να βγει έξω εδώ και τώρα να τρέξει κάτω από τη βροχή και το έκανε.Έβαλε ένα παλτό και κατηφόρισε προς τα χωράφια κι άρχισε να τρέχει ανάμεσα στα μουσκεμένα χόρτα.Δεν την ένοιαζε αν τα πόδια της βούλιαζαν στο χώμα, δεν την ένοιαζε, αν το νερό έφτανε μέχρι το κόκαλο, δεν την ένοιαζε, αν το ανακατεμένο άρωμα της βροχής και του χώματος έπνιγε την ανάσα της. Εκείνη ήθελε να χαθεί μέσα σε εκείνη τη νύχτα,μία περίεργη αίσθηση την είχε κυριεύσει, δεν άνηκε εδώ, το σπίτι της ήταν κάπου αλλού. Δεν ήθελε να ξαναγυρίσει πίσω στο μικρό δωμάτιό της, πνιγόταν, μαράζωνε εκεί μέσα...

Το ξημέρωμα τη βρήκε κοντά στη λίμνη με τον Μάρκο.

Την είχε βρει στο δρόμο να τρέχει σαν τρελή μέσα στη βροχή, της είπε να πάνε σπίτι του, όμως εκείνη δεν ηθελε, δεν ήθελε με τίποτα να κλειστεί μέσα στους τέσσερις τοίχους. Την πήρε κοντά του και κατηφόρισαν προςτο νερό που εκείνη επιθυμούσε να συνατήσει.

Κρύωνε κι έκλαιγε, ήθελε να εξαφανιστεί από εκεί. Ο Μάρκος την αγκάλιασε και την άφησε να κλαίει και να ψυθιρίζει πράγματα που εκείνος δεν καταλάβαινε.

Του έλεγε για τα ξωτικά που χορεύουν κάθε βράδυ στο απένατι δάσος, για τις φωτιές που βάζουν οι νεράιδες και για τα παληκάρια που μαγεύονται από την ομορφιά τους.Του είπε όμως και για το μαντήλι που της έκλεψε κάποτε ένα παληκάρι κι από τότε δεν μπορεί να γυρίσει πίσω ...Ο Μάρκος στα αλήθεια δεν καταλάβαινε, νόμιζε ότι η φίλη του ήταν μεθυσμένη, νόμιζε ότι η φίλη του είχε τρελαθεί.

Κάτω από τα γκρίζα σύννεφα κάποιες μικρές ακτίνες ήλιου ξεπρόβαλλαν δειλά δειλά....στα μάτια της τρύπωσε το πορτοκαλόχρωμο φως του ήλιου ,τα ξωτικά έφυγαν, οι νεράιδες κοιμήθκαν, οι φωτιές έσβησαν, το κλάμα της στάματησε.

Το ξημέρωμα τους βρήκε να πίνουν τσίπουρα και να καπνίζουν το ένα στριφτό μετά το άλλο...δίπλα στη σκοτεινή λίμνη.

Y.Π. Blog άντε γαμήσου

Monday 3 December 2007

Δεν ξέρω, Δεν απαντώ, μίλα εσύ!

Το ξέρω ότι περιμένεις κάτι να σου γράψω, γιατί έχεις σκυλοβαρεθεί. Σκασίλα μου πέριμενε ακόμη λίγο...για να μάθεις πόσο ωραία είναι να κάνεις κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια και να ασχολείσαι και με γαμωχριστιανικές γιορτές ...τρια πουλάκια κάθονται και τιτιβίζουν χαρωπά...τριο καιρος για κρύο...τρεις να 'ναι οι ώρες σου κτλ. κτλ..... μπλογκ αντε γαμήσου!

Thursday 8 November 2007

Κυρία πού;

Η κυρία Πού ζει σε ένα μικρό χωριουδάκι χτισμένο πάνω σε ένα κοιμισμένο ηφαίστειο , είναι δασκάλα σε ένα μικρό σχολείο .

Κάθε μέρα το πρωί παίρνει την τσάντα της που είναι γεμάτη με πολύχρωμα χαρτιά, ουράνια τόξα, νότες, πριγκίπισσες και δράκους, μαγικά μολύβια, και χίλια δυο άλλα πραγματάκια και πηγαίνει στους μαθητές της. Εκείνοι την υποδέχονται με χαρά, της λένε καλημέρα ,της δίνουν φιλάκια, της λένε αστεία κι εκείνη χαμογελά κοιτάζοντας τα γλυκά και αθώα ακόμα μάτια τους.

Το μάθημα αρχίζει και τα παιδάκια λένε τις σκέψεις τους στην Κυρία Πού, τη ρωτάνε διάφορα πράγματα, τα ρωτάει κι αυτή και λένε τα δικά τους, να ας πούμε χθες που μιλήσανε για την ημερομηνία λήξης στα προϊόντα ένα πιτσιρίκι της είπε :

- Κυρία τώρα κατάλαβα.

- Τι κατάλαβες;

- Γιατί πέθανε ο παππούς μου.

Η κυρία Πού γούρλωσε τα μάτια της!

- τι εννοείς πουλάκι μου;

- Να αφού όταν λήγουν τα προϊόντα ,χαλάνε και εμείς τα πετάμε, ο παππούς έληξε , πέθανε και εμείς τον πετάξαμε στο χώμα!

-«............. μμμ και τώρα τι να πω με αυτά που ακούω η έρημη, να πέσουν τώρα τα μαλλιά μου ή μετά, σκέφτεται η Κυρία Πού».

Το μάθημα συνεχίζεται κι έρχεται η ώρα των ασκήσεων. Και τότε ξεκινά το μαρτύριο της Κυρίας Πού.

-Κυρία πού θα το γράψω αυτό;

-Κυρία πού είναι αυτό;

-Κυρία πού είναι το βιβλίο μου;

-Κυρία πού πήγε το μολύβι μου;

-Κυρία πού είμαστε;( το κοιμισμένο της τάξης, πάντα υπάρχει)

Και όλη μέρα συνεχίζεται με την Κυρία Πού να τη ρωτάνε κυρία πού; , κυρία πού; Κυρία πού; ώστε στο τέλος κι εκείνη πιστεύει ότι τη λένε Κυρία Πού.

- Ε παιδάκια να σας πω πού;

- Νααιιιιιιιιιιιιιι(εκκωφαντικός θόρυβος)

- Εκεί που κλάνει η αλεπού!!!!!!!!!!

Monday 5 November 2007

Θυμάσαι;

Ήταν τότε που σε ρώτησα...Γιατί κλαις...θυμάσαι;
Κι εσύ μου απάντησες
- Δεν ξέρω.
Ήταν τότε που σε ρώτησα τι φοβάσαι ...θυμάσαι;
Και απάντησες
- Εμένα.
Ήταν τότε που σε ρώτησα τι ονειρεύεσαι ...θυμάσαι;
Απάντησες
- Τον ουρανό.
Ήταν τότε που σε ρώτησα...Πού πας ...θυμάσαι;
Δάκρυα μούσκεψαν τα μάτια σου ...σηκώθηκες απότομα, έβαλες το παλτό σου και βγήκες έξω στο κρύο, άρχισες να τρέχεις σαν τρελή μέσα στα χωράφια, έχοντας τα χέρια ψηλά στον ουρανό, ικέτευες να πέσει βροχή, δυνατή, σπαρακτική, άγρια για να λιώσεις, να υγροποιηθείς, να εξατμιστείς, να γίνεις σύννεφο και να ταξιδέψεις μέχρι τις άκρες του ορίζοντα, εκεί που όλα τα χρώματα της μέρας καθώς περνάει η ώρα ενώνονται και γίνονται όλα μαύρα. Εκεί ήθελες να βρεθείς, καρτερώντας τη στιγμή που η ασημόλουστη Σελήνη θα ξυπνούσε για να αφεθείς στα χάδια της για να βαφτείς κι εσύ με ασήμι, για να κλείσεις τα βλέφαρά σου ανάμεσα στα μακριά μαύρα μαλλιά της και να ονειρευτείς...θυμάσαι;
- Πότε θα ξυπνήσεις, πότε θα ξανάρθεις...σε είχα ρωτήσει λίγο πριν φύγεις.
Δεν είπες τίποτα, μου σφιξες τα χέρια, χαμογέλασες, δάκρυσες, έβαλες το παλτό σου και παραδόθηκες στο όνειρο.
Θυμάσαι;

Wednesday 31 October 2007

Ζητείται αστροναυτής

Ένα σαλιγκάρι που τον φώναζαν Σαλιάρη ήθελε να φτάσει μέχρι το φεγγάρι.

-Μα Σαλιγκάρι μου μικρό το φεγγάρι είναι τόσο μακρινό που θα κουραστείς . Αχ καημένε μου Σαλιάρη πώς να φτάσεις στο φεγγάρι αν δεν έρθει ένας αστροναύτης να σε πάρει;

-Μη στεναχωριέσαι βρε μαμά θα βάλω αγγελία στη "Χρυσή Ευκαιρία"...........................................................................................

.........................................................................................................................................................

.........................................................................................................................................................

τώρα αγκαλιά με το φεγγάρι βλέπω κάθε βράδυ το μικρό το σαλιγκάρι που τον

φώναζαν Σαλιάρη.


Tuesday 30 October 2007

Σαν παραμύθι

Κι έφτασε ο άνεμος, είδε κάτω από τα ξερά φύλλα να ξεπροβάλλουν κάτι αδύναμα αγκαθάκια και απόρρησε ...τι να είναι αυτό; Φύσηξε με όλη του τη δύναμη και τα φύλλα σκορπίστηκαν σαν όνειρα στον αέρα. Εεεε ψιτ σκαντζοχοιρούλη ξύπνα αρκετά κράτησε η χιμαίρια νάρκη σου.... ε ψιτ πρέπει να ξυπνήσεις. Όμως ο σκαντζόχοιρος στεκόταν ακίνητος , κοιμόταν του καλού καιρού.
Τότε ήρθε και ο ήλιος έριξε όλες τις ηλιαχτίδες πάνω του ... αυτές σα χαρούμενα, άγουρα κοριτσόπουλα έκαναν νάζια και καπρίτσια πάνω στην αγκαθωτή πλατούλα του, το κρύο άρχισε να υποχωρεί από το σώμα του σκαντζοχοιρούλη , άρχισε να κουνάει σιγά σιγά τα αγκαθάκια του ανοίγοντας ξανά τα μάτια του...μμμμ πού βρίσκομαι , τι έγινε ,ήρθε η άνοιξη; Κοίταξε γύρω του , δεν έμοιαζε με άνοιξη .Τα φύλλα είχαν ακόμα το χρυσοκίτρινο χρώμα του φθινοπώρου, τα κλαδιά των δέντρων ήταν ακόμα γυμνά, ο ήλιος όμως έκαιγε πάνω στην πλάτη του και ζέσταινε τη μικρή καρδούλα του ..... ε ψιτ σκαντζοχοιρούλη έλα ξύπνα εγώ θα σε ζεσταίνω ας είναι ακόμα χειμώνας ... έλα παρέα μου , πάμε να παίξουμε αρκετά κοιμήθηκες... έλα μη φοβάσαι , ο σκαντζοχοιρούλης χαμογέλασε... αλήθεια θα με ζεσταίνεις εσύ; ναι ναι έλα πάμε με τις αδερφές μου να σκαρφαλώσουμε σε βουνά, να κυλιστούμε σε χωράφια , να βουτήξουμε σε λίμνες...όλα θα είναι φωτεινά...έλα πάμε .... ναι πάμε ....σκαρφάλωσε σε μια ήλιαχτίδα κι έφυγε πέρα μακριά στους ήσυχους κάμπους.

Wednesday 10 October 2007

Χωρίς ...

Όταν κοιτάζω ψηλά , όταν κοιτάζω μακριά, όταν κοιτάζω πράγματα που αγαπούσες, όταν κοιτάω εμένα, όταν ακούω το κουταλάκι να χτυπά την πήλινη κούπα μυρίζοντας το άρωμα του καφέ νιώθω ότι είσαι δίπλα μου , ότι θα μου μιλήσεις ή θα μου χαμογελάσεις ή απλά θα με κοιτάξεις...το ξέρω ότι είσαι δίπλα μου και πάντα με προσέχεις ...και σήμερα κοιτώντας τα παιδικά μάτια της Χριστίνας αυτό ήθελα να της πω ότι δε χάθηκε από κοντά της όχι θα είναι για πάντα κοντά της, είστε μέσα μας στο μυαλό στην καρδιά και στο αίμα μας.

Γλυκό μου Χριστινάκι στο λέω αλήθεια θα είναι ο φύλακας άγγελος σου...τέτοιοι άγγελοι υπάρχουν.

Tuesday 2 October 2007

Ρόζα - Ροζαλία



Στίχοι: Μαριανίνα Κριεζή
Μουσική: Λένα Πλάτωνος
Πρώτη εκτέλεση: Λένα Πλάτωνος


Στη ροδοζαχαρένια παραλία
μιλούσαν όλοι για τη Ρόζα-Ροζαλία,
που 'χε στα δυο της μάγουλα
λιγάκι κρέμα φράουλα κι έβγαζε
βόλτα μες στην ροζ ανατολή, το
γουρουνάκι της το τριανταφυλλί.

Και σύννεφα απο ροζ πουλιά
φλαμίγκος της κελαηδούσανε
Ρόζα-Ροδαλία.

Αχ Ρόζα, Ρόζα-Ροζαλία πάμε
μαζί στη συναυλία, ν' ανθίσει
μ' όλα τα βιολιά μια ροζ μεγάλη
βυσσινιά στο πρώτο μας φιλί.

Στη ροδοζαχαρένια παραλία
μιλούν ακόμα για τη Ρόζα-Ροζαλία
και λένε πως την άνοιξη, σα
ρόδινη ανάμνηση, περνάει πέρα
μες τη ροζ ανατολή, το γουρουνάκι
της το τριανταφυλλί.

Και κάποια ροζοπάλινη λατέρνα
ακόμα παίζει το Ρόζα-Ροζαλία.

Αχ Ρόζα, Ρόζα-Ροζαλία πάμε
μαζί στη συναυλία, ν' ανθίσει
μ' όλα τα βιολιά μια ροζ μεγάλη
βυσσινιά στο πρώτο μας φιλί.


Wednesday 26 September 2007

Κυκλοφορούν ακόμα ανάμεσά μας!


To βλέμμα σου ήταν καρφωμένο
σε μια οθόνη ,πάταγες κάποια κουμπιά
τώρα τελευταία όλοι αυτό κάνετε, σας βαρέθηκα.

Κοίταζα το ασπριδερό μπουτάκι σου και
μου έτρεχαν τα σάλια...χωρίς δεύτερη
σκέψη όρμησα και έχωσα τη μύτη μου
βαθιά στη σάρκα σου ,ρουφώντας
με περίσση ηδονή το κόκκινό σου νέκταρ.

Είχες τη γεύση καλοαναθρεμένου
μόσχου, ταϊσμένου με τα πιο
θρεπτικά χορταράκια του αγρού
μμμμ σίγουρα σε προσέχει η μαμά σου...


...Η ηδονή μου διακόπηκε απότομα!
Πουτάνααααα με γάμησσσσσσσσσσσσ.......ες!


Σα σοκολάτα έλιωσες
μέσα στα δάχτυλά μου...
σ'ακούμπησα δίπλα μου
και σε κοίταξα με την
ικανοποίηση

ενός αιμοδιψή ηγέτη...
μου ρούφηξες το αίμα,
το πήρα πίσω.

Τώρα κείτεσαι νεκρό,
στραπατσαρισμένο,
σου λείπουν κάποια πόδια,
κι έχεις μια ξινίλα στη μυτερή
σου φάτσα, όμως
τι να κάνουμε συμβαίνει...
έτσι δυστυχώς είναι η φύση,
ο δυνατός επιβάλλεται
στον αδύναμο...

Ξέπλυνα τα χέρια μου
από τις νεκρές σάρκες σου
έφυγε και το αίμα μου μαζί σου
μπλιαχ! ανατριχίλα!
άναψα ένα τσιγάρο, ρούφηξα
βουλιμικά τον καπνό και
συνέχισα την περιήγησή μου
στο internet.



Wednesday 19 September 2007

Τι είχαμε τη(ν) χάσαμε.....

Οι εκλογές έγιναν ο Κωστάκης μας θα εξακολουθήσει να πηγαίνει την Ελλάδα μπροστά(αυτό κάθε φορά που το έλεγε με έπιανε μια ανατριχίλα, ένα σκιάξιμο), λίγο πολύ τα ίδια σκατά οι ίδιοι υπουργοί...όμως μια εξ αυτών πήρε τον πούλο ,η πολυαγαπημένη μου πρωην υπουργός μου παιδείας ... πόσο στεναχωρήθηκα μπουααααααααααααα α α α α ! για αυτό κι εγώ ωφείλω και επιθυμώ να της αφιερώσω με το ίδιο ακριβως συναίσθημα που αντιμετώπισε τους δασκάλους και τους φοιτητές - ταραξίες τον περασμένο χειμώνα αυτό το βιντεάκι ....για σένα λοιπόν αγαπημένη μας Μαριέττα δεν πειράζει βρε κουτο μια άλλη φορα μπορεί να τα πας καλύτερα ....για την ώρα αντε και στο διάολο !

Υ.Π. Το φάντασμά της ξαναχτυπά κι εγώ δεν μπορώ να βγάλω το δεύτερο ίδιο βιντεάκι...δεν πειράζει να το εμπεδώσουμε

Friday 7 September 2007

Όλα μαύρα...

Βάζω αυτό το τραγούδι για να ξορκίσω από το μυαλό μου το σεληνιακό τοπίο που αντίκρισα χθες στην Εύβοια...δεν είχα δει ποτέ μου και ούτε θέλω να ξαναδω τη φωτιά να τα έχει κάψει όλα ακόμα και η άσφαλτος στους δρόμους είχε καεί το μόνο που σταμάτησε τη φωτιά ήταν η θάλασσα έφτασε μέχρι εκεί , έκαψε ακόμα και το πιο μικρό χορταράκι κι έσβησε...ήταν τρομερό μια κοίταζα την καμένη γη και μία το βαθυ μπλε της θάλασσας και την καθαρότητα του ουρανού...μόνο δάκρυα μπορούσε να σου φέρει αυτή η εικόνα κι αυτή η στιγμή...

...Αν τα δέντρα είχαν φωνή σίγουρα δε θα μπορούσαμε να σταθούμε από τα ουρλιαχτά τους, αν είχαν δάκρυα σίγουρα θα είχαμε πλυμμηρίσει...κανένα πρόγραμμα τους , κανένα επίδομα και κανένας μαλάκας πολιτικός δεν μπορεί να ξαναφέρει πίσω όλα αυτά που χάθηκαν.

Thursday 30 August 2007

Τι έγινε ρε παιδιά .... ποιος μας την έπεσε;

Η μισή Ελλάδα κάηκε (η υπόλοιπη , όπως είπε και η Τίνκ θα καεί του χρόνου, κάντε υπομονή μέχρι τότε...μπορεί να πάρουμε κι εμείς καμία αποζημίωση.... α όχιτο ξέχασα δε θα πάρουμε γιατί δε θα έχουμε εκλογές) , 63 άνθρωποι είναι νεκροί 1.840.000 είναι τα καμένα στρέμματα εξαιτίας μιας ασύμμετρης απειλής (εξωγιήνοι μήπως μας την πέσανε ρε παιδιά) και όχι της ανύπαρκτης οργάνωσης του κράτους και της έλλειψης οποιασδήποτε οικολογικής συνείδησης -πολιτικής όσον αφορα την προστασία των δασών αλλά και του περιβάλλοντος ...κατά τα άλλα πετάμε το ψωμί στο σκύλο για να ξεγελάσει την πείνα του και να μας εμπιστευτεί ξανά "γιατί εμείς είμαστε η ηθική και φερέγγυα κυβέρνηση που θα πάει την Ελλάδα μπροστά", αλλά για να είμαστε και σίγουροι ότι ο κοσμάκης θα μας ψηφίσει ξανά ας δούμε τι έκανε ο αρχιμαλάκας Μπους τρομοκράτησε τον κόσμο τόσο ώστε όλοι να φοβούνται ακόμα και τον ίσκιο τους "κάποιοι μας απειλούν κάτι μας την έπεσε" τι ρε παιδιά πείτε το οι γνωστοί άγνωστοι, αφού δικά σας παιδιά είναι όπως και ο Μπίν Λάντεν δικό τους παιδί είναι , μεγάλος δάσκαλος ο Μπους και οι επικοινωνιολόγοι του...γιατί όλα είναι θέμα σωστού image για αυτό και ο κύριος Ρουσόπουλος ξανατοποθετήθηκε στη θέση του ξέρει από επικοινωνιακά τρικ.... κι ο κόσμος μαζεύεται και πενθεί στις πλατείες οι νόμοι όμως για την καταπάτηση των δασικών εκτάσεων και οικοδόμησης σε αυτά δεν αποσύρονται , όλα ειπώνονται και λέγονται στη σφαίρα του "θα"...θα θα θα θα μήπως τελικά ζω στη χώρα του Θα;

Υ.Π. Αλήθεια ο Χριστόδουλας τι κάνει, ποιανού το μόσχευμα έκλεψε... (συγνώμη δε θα το ξαναπω)μα καλέ θεούλη κι εσύ γιατί δε βοηθάς το δούλο σου που σου έχει αφιερωθεί και γιατί δε βοηθάς και την καλή μας κυβέρνηση που τον υποστηρίζει όλα ανάποδα της τα φέρνεις φωτιές - ομόλογα-λάθη στις πανελλήνιες - ξανά φωτιές ... βρε μπας και είσαι εσύ η ασύμμετρη απειλή; κάτι είπε μωρε αυτός ο Σουφλιάς για θεομηνία... ξέρω γω...

Saturday 7 July 2007

Παιχνίδια μυαλού


Κοιτάζω το κύμα να σκάει πάνω στα βράχια, να τα χαϊδεύει με μια αρρωστημένη αγάπη...μεταμορφώνοντάς τα διαρκώς. Κι ο ήχος του ανέμου να κυριαρχεί σε κάθε σάλεμα της φύσης σκεπάζοντας κάθε ηχώ από το τραγούδι των κυμάτων. Κάθομαι στην υγρή άμμο και κοιτάζω της θάλασσας το ατελείωτο παιχνίδι ...σε κάθε κίνησή της παίρνει ό,τι βρεθεί μπροστά της, το κρύβει καλά στα σπλάχνα της σαν να μην υπήρξε ποτέ ...και κάποτε πάλι το εμφανίζει και το αφήνει έξω στην ακτή γδαρμένο, ξεθωριασμένο, να έχει χάσει κάθε τι από την παλιά του λάμψη, όμως ακόμα υπάρχει, η ουσία του μένει αθρυμμάτιστη. Ίσως και κάπως έτσι να είναι και οι εμπειρίες , οι σκέψεις και τα όνειρα του ανθρώπου... Σε κάτι τέτοιες στιγμές συλλαμβάνομαι να ταξιδεύω πίσω στο χρόνο, σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν σε κάποια άλλη εποχή και είχαν σκονιστεί από τα γεγογονότα, τις σκέψεις της επόμενης ημέρας, του επόμενου χρόνου , το επόμενου καλοκαιριού και να σαν τα ξεθωριασμένα αποκτήματα της θάλασσας , ξεβράζονται στην επιφάνεια της μνήμης μου και παίζουν με τις σκέψεις, παίρνουν θέση και πάλι στο παρόν, άλλοτε για ζωγραφίσουν ξανά το χαμόγελο στα χείλη μου κι άλλοτε για να ξανασκιάσουν το βλέμμα μου, σκέψεις κύματα, συναισθήματα χλωμά , μα η ουσία τους παραμένει αθρυμμάτιστη.

Thursday 5 July 2007

Σίγουρα...

Η νύχτα θα έχει φύγει όταν θα ψάξεις
να με βρεις, κανένας δε θα είναι εδώ.
Ίσως κάπου βρεις το κορμί μου σωριασμένο

και άβουλο σε μια γωνιά, μα σου λέω κανείς
δε θα είναι εδώ, θα είναι πια πολύ αργά...
το δειλινό θα έχει χάσει κάθε ροδοκόκκινο

σάλεμά του .


Έχω χαθεί νομίζω για τα καλά,
κάθε όνειρο έχει σταματήσει να τρέχει.

Μόνο οι χτύποι ενός σκουριασμένου ρολογιού
μαρτυρούν το πέρασμα του χρόνου.
Για μένα έχουν όλα φτάσει ήδη στο τέρμα τους.
Έκανα τον κύκλο μου και χάθηκα βαθιά
μέσα
στο κέντρο του.

Ναι ίσως ανακαλύψεις το κορμί μου
κάπου
σκυμμένο, λευκό και ξέθωρο,
μα σου λέω
κανείς δεν είναι εδώ,
η αυγή προσπερνάει

χωρίς κανένα πανηγυρισμό .

Ίσως να ψάξεις στους κήπους των ρόδων
ή στις σκιές των απόκρημνων βράχων,
τα κύματα με πήραν μακριά...

τρύπωσα σε ένα μπουκάλι κι έφυγα.

Ίσως βρεις τα χέρια μου απλωμένα στην
αμμουδιά να ικετεύουν για τροφή ή
τα πόδια μου χωμένα στην άμμο
να
ψάχνουν για ζεστασιά...

Όμως σου λέω κανείς δε θα είναι εδώ.
Το μεσημεριανό φαγητό έχει παγώσει

προ πολλού...
σίγουρα κανείς δεν είναι Εδώ.


Wednesday 27 June 2007

Χωρίς τίτλο


Το πρώτο όνειρο

Ονειρεύομαι όταν τα άστρα θα αγκαλιάσουν τη δύναμη της φλόγας που κρύβεται στα μονοπάτια της αλήθειας.

Το φως μιας γιορτής ανύπαρκτης, που κρύβεται σε κάθε στιγμή ζωής, σε κάθε ξεχωριστό κτύπο της καρδιάς.

Μακριά από το χώμα, που με κρατάει σκλαβωμένο και υποταγμένο άνθρωπο, να θυσιάζομαι για το πρόσωπο της γης και τον κόσμο, που αγκαλιάζει με βία τα οράματα της νιότης, κάνοντας τα όνειρα ουτοπίες και ψεύτικες προσευχές.

Κάπου στα μονοπάτια και τους δρόμους της άρνησης και της σκέψης, νομίζω βρίσκεται το χάδι και η ευαισθησία που έκρυψα καλά μέσα μου για να μην τα κάψει κανένας φθόνος και καμία υποκρισία.

Ταξιδεύω σε αυτά που ποτέ δε φαίνονται, κρατάω αυτά που απλά υπάρχουν κάπου βαθιά και αληθινά, αγέννητα ακόμα στην ανθρώπινη ψυχή , φροντίζοντας το μπλε τριαντάφυλλο του βάζου μου, να μη μαραθεί, γιατί αλλιώς θα είναι αργά πια για την ύπαρξη αυτού του ονείρου.

Το δεύτερο όνειρο

Κάθε άνοιξη που θέλει να έρθει, ας έρθει. Μέσα εκεί θα βρίσκεσαι εσύ, το άγγιγμα και η σιωπή σου, η μελωδία και η λύτρωση. Στα πέταλα που ρίχνει κάθε φορά ο ουρανός στάζω και εγώ βροχή, κλαίω και χαμογελώ στα σύννεφα όταν κοιμούνται. Στο χώμα μέσα σαπίζω και αποτεφρώνομαι μαζί με τα φύκια που έμειναν στεγνά από αλάτι. Σιωπή, τίποτα δεν μπορώ να ακούσω. Τίποτα δεν μπορώ να δω παρά μόνο τον αέρα που σμιλεύει την καρδιά μου. Πονάει πολύ , θέλει να αγγίξει τη φωτιά και να καεί , να νιώσει το πνεύμα της ζωής που χύνεται ψηλά από τον ουρανό αφήνοντας δάκρυα νερού να γκρεμιστούν στον κόσμο μου που πνίγηκε απόψε στο πέταλο της ανεμώνας, μιας άνοιξης παλιάς, με πετελούδες άχρωμες να ατενίζουν τα λιβάδια, μιας άνοιξης φτηνής που πόθησα πολύ αλλά δεν ήρθε. Τώρα υπάρχει μόνο ο αέρας, το χώμα, η φωτιά, το νερό μα η καρδιά είναι πλέον νεκρή, μέχρι να σε συναντήσει στον ύπνο σου, στα όνειρα σου, στο βλέμμα σου, στην αφή σου, στη φωνή σου. στην ανάσα σου, σε Εσένα.

Το τρίτο όνειρο

Λούζω το πνεύμα μου με κρασί από τους αμπελώνες της Ιθάκης, αφήνω το χαμόγελο να αλλάξει το πρόσωπο μου και έναν καινούριο κύκλο χαράζω. Υπάρχει πνοή στον άνεμο, την ακούω, υπάρχει χαρά στο κλάμα του βρέφους, ακούω, βλέπω, μυρίζω, αγγίζω, γεύομαι και κάτι άλλο όμως αισθάνομαι. Ναι αισθάνομαι ένα χέρι, μια παλάμη να με αγκαλιάζει και να με ανυψώνει ψηλά στον ουρανό και τότε όλα γίνονται ένας πίνακας ζωγραφικής στα μάτια μου, μια παλέτα που ΄χει πάνω της όλα τα χρώματα του κόσμου, όλες τις αποχρώσεις των συναισθημάτων. Τώρα πια το κορμί μου ανυψώνεται κι άλλο κι άλλο, κλείνω τα μάτια και αφήνομαι στην αγκαλιά αυτού του χεριού και στο δρόμο που δείχνει ο άνεμος. Το νιώθω περνάω από θάλασσες και βουνά, από λίμνες και δάση, από ποτάμια και ηφαίστεια, από πόλεις και πεδιάδες, από χωριά και δρόμους. Βρίσκομαι ψηλά μα δεν πετάω το ξέρω κι αυτό, απλά παρασύρομαι από τον αέρα, με οδηγεί στον προορισμό μου. Ξέρω ότι αύριο πάλι θα ψάχνω και θα αναζητώ. Εκεί έξω κρύβεται η μαγεία, εδώ μέσα κρύβεται η ζωή στο πνεύμα, στη σκέψη , στο πάθος, στην αναζήτησή . Εδώ πιο μέσα είναι η ζωή στην αγάπη και στο φόβο, στο κλάμα και στο τραγούδι.

Και η σιωπή είναι αυτή που θα απλωθεί στα δάση , τα βουνά και τους ωκεανούς. Εσύ που με ακούς, εσύ που με καταλαβαίνεις, μη μιλάς, μόνο άκου το φύσημα του ανέμου, άκου τον ήχο της σιωπής που ταξιδεύει μαζί με κάθε βήμα σου πάνω στις μνήμες, στις αναμνήσεις που καίγονται μαζί με τα βραδινά τσιγάρα. Έξω οι μεθυσμένοι ακολουθούν πιστά το κάλεσμα της νύχτας και μέσα στα σπίτια οι κοιμισμένοι μεγαλουργούν στα σενάρια των ονείρων τους. Άραγε μπορείς να ξεχωρίσεις το χρώμα της σιωπής; Ποιο είναι το δικό σου χρώμα; Το ροζ, το άσπρο, το πράσινο, το πορτοκαλί, το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε , το μοβ ή μήπως το μαύρο; Και αν δεν είναι κανένα από αυτά, δεν πειράζει μη μου πεις τίποτα, για εμένα μόνο αυτά τα χρώματα υπάρχουν. Να ξέρεις εσύ που με ακούς και με καταλαβαίνεις ότι θα αφεθώ τώρα στα ζεστά, καυτά χέρια του ήλιου για να μην κρυώνω άλλο…θα αποκοιμίσω όλους μου του φόβους και θα ανοίξω ξανά τα μάτια μου για να δω την ομορφιά, που κρύβεται πίσω από τις ηλιαχτίδες. Εκείνες που βγαίνουν μέσα απ’ τα γκρίζα σύννεφα ρίχνοντας χρυσάφι στη σκοτεινιασμένη γη.



Υ.Π. Παραλήρημα από τη ζέστη ....

Tuesday 26 June 2007

Π.Μ.Κ.Τ.Ν

Τοπ 4 μαλακίας

4) Δακρύβρεχτες και ποιητικκές αηδίες από τύπους που ζουν στον πλανήτη Νάρκισσος και κατά τα άλλα δεν έχουν ιδέα σε αυτά τα θέματα .
3) Όλα τα Ναρκωτικά είναι ίδια.
2) Πέρα από αερολογίες του τύπου τα ναρκωτικά σκοτώνουν δεν υπάρχει κανένας άλλος ουσιαστικός ρόλος του σχολείου και γενικότερα της παιδείας πάνω σε αυτό το θέμα
1) Κρύβουμε τα πρεζόνια πότε στην Αχαρνών , πότε στο Μεταξουργείο.... ανάλογα με την περίσταση - γιορτή .

Τοπ 2 μη μαλακίας

2) Ταινία "Τσίου"- κατεβαίνει από το Google
1) Τα είπε όλα ο δάσκαλος

Monday 25 June 2007

Ένα post για το μακαρίτη
























Οι νάνοι είναι μικρόσωμα, κοντόχοντρα και μερικές φορές κακομούτσουνα ανθρωπάκια με μεγάλα κεφάλια και μακριές γενιάδες. Ζουν πολλά χρόνια, για αυτό και φαίνονται ηλικιωμένα. Φορούν απέριττα , μεσαιωνικά ρούχα με μακριές κουκούλες.. Παρ'ότι οι περισσότεροι νάνοι ζουν μέσα στη γη, υπάρχουν οι λευκοί νάνοι που μπορούν να αντέξουν το φως της μέρας και το καλοκαίρι φτεροκοπούν πάνω από το έδαφος σαν πεταλούδες για να επιστρέψουν στη δουλειά τους - στα ορυχεία - το χειμώνα. Σε αυτή την κατηγορία άνηκε μεχρι τώρα κι ο λεγόμενος
νάνος μέσα στα καλάμια , όπου είχε την ιδιορρυθμία να μένει εκεί και όχι κάτω από τη γη, επειδή του την έδιναν στα νεύρα οι άλλοι που ήταν κοσμοαγάπητοι και γνωστοί σάχλες από το παραμύθι τησ Χιονάτης. Αυτός ο νάνος ήταν ο τελευταίος του είδους του, όπου δυστυχώς έχουν χαθεί τα ίχνη του και μάλλον το είδος όχι μόνο δεν είναι πλέον υπό εξαφάνιση, αλλά εξαφανίστηκε.

Αρχαίες γερμανικές παραδόσεις:
Σύμφωνα με τους μύθους της Γερμανίας (εκεί συνατάμε τουε περισσότερους) , οι νάνοι προήλθαν από το σώμα του γίγαντα Ιμίρ. Οι θεοί τους προίκισαν με τρομερές γνώσεις σχετικά με τα ορυκτά και τις πέτρες κάθε είδους και με ένα εκπληκτικό ταλέντο για να δουλεύουν τα μέταλλα στα οποία μάλιστα μπορούν να δίνουν μαγικές ιδιότητες. Οι νάνοι ξεπλήρωσαν αυτά τα χαρίσματα σφυρηλατώντας τα όπλα των θεών, συμπεριλαμβανομένων του σφυριού του Θωρ και των κοσμημάτων που φορούσαν οι θεές. Σε όλα αυτά βέβαια καθόλου δε συμμετείχε ο νάνος μέσα σε καλάμια, γιατί στα αρχίδια του τα κοσμήματα και τα όπλα των ξενέρωτων θεών, αντίθετα είχε μία έφεση στην καινούρια τεχνολογία όπου τρελαινόταν να τα κάνει μουνί με ένα
αρχιδιδάσκαλο του είδους και παρέα να ταράζουν τα ήσυχα και ειρηνικά νερά κάποιων ηθικών και κοσμοαγάπητων θνητών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι θεοί να τον γράψουν κι αυτοί στα θεϊκά αρχίδια τους και να τον αφήσουν στην τύχη του...Έχε γεια καλέ μας νάνε πίσω από τα καλάμια...κοσμοαγάπητοι μη χαίρεστε τα καλάμια θα σαλέψουν ξανά...μπουαχαχαχαχα

Wednesday 20 June 2007

Μεταξύ ύπνου και .....



Kάτω από το γυμνό ουρανό στέκομαι και κοιτάζω με το βλέμμα μου ακίνητο και συνάμα αποχαυνωμένο τα εκατομμύρια αστέρια που λαμπυρίζουν .Μοιάζουν σαν να κινούνται στο χορό της ματαιότητας του, φωτίζουν σαν μια ντισκομπάλα κάποιας κιτσάτης ντισκοτέκ των 80’ s . Περιμένω να γκρεμοτσακιστεί κάποιο από αυτά και τότε να αρπάξω ένα κι άλλο ένα κι άλλο ένα και να ανέβω ως τον πλανήτη του Μικρού Πρίγκιπα, στον αστεροειδή Β 612.... περιμένω ..... περιμένω , μπα τζίφος η περίπτωση απόψε. Τίποτα δε μετακινείται από τη θέση του, μόνο κάποια από αυτά αναβοσβήνουν όποτε το θυμηθούν και κάποια άλλα στέκονται σκαρφαλωμένα και μετέωρα στη θέση τους, χωρίς να γουστάρουν να κάνουν την παραμικρή κίνηση, ακολουθούν κι αυτά τους ρυθμούς μιας ζαβλακωμένης από τη ζέστη νύχτας.. Μόνο το δικό μου μυαλό τρέχει από ‘δω κι απο κει... κι όμως ένα ροχαλητό που μοιάζει περισσότερο με πορδή είναι αρκετό για να με προσγειώσει απότομα και να με εγκλωβίσει κι εμένα πίσω στην ζεστή αποπνικτική ατμόσφαιρα του δωματίου ....κι ένα γεμάτο βουλιμία και λαιμαργία τσίμπημα κάποιου κουνουπιού είναι η χαριστική βολή για να με κάνουν να χάσω την πτήση για το αποψινό μου όνειρο...ίσως κάποια άλλη φορα να τα πούμε Μικρέ Πρίγκιπα.

Wednesday 13 June 2007

Αερολογίες

- Ώστε έτσι ε;
-Ναι ρε άστα να πάνε.
-Τι λες ρε παιδί μου έπαθε τέτοιο πράγμα! .
- Ναι , ναι και θα μπορούσε βέβαια να πάθει και χειρότερα!
- Εμ τα ήθελε ο κόλος του .
- Για να δούμε τώρα θα ξανακάνει τα ίδια .
- Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα!
- Πάντως ρε γαμώτο μου φαίνεται απίστευτο, δηλάδή με τίποτα έτσι δεν μπορώ να το διανοηθώ.
- Άστα να πάνε , γάματα τα .
- Να σου πω ρε μου τα δανείζεις λίγο;
- Ποια αυτά ;
- Ναι ρε ποια τα άλλα .
-Καλά άντε πάρτα .
- Ευχαριστώ ... Στα αρχίδια μου . Να τον δανειστώ κι αυτόν;
- Άντε δανείσου τον ....
- Στον πούτσο μου ... τα λέμε ρε ευχαριστώ για το δάνεισμα.
- Οκ ό,τι πεις γεια.

Friday 8 June 2007

Σοβαρά μιλάς;

Ο κύριος χοντρούλης Λέανδρος Ρακιντζής (γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης ,ουρουγουάου!) διερωτάται: Είναι κράτος αυτό; (Δε βλέπω να μένει για πολύ ακόμα στο πόστο του) και συνεχίζει λέγοντας ότι ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΕΣ , ΟΙ ΕΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ , ΝΟΣΟΚΟΜΕιΑ ΚΑΙ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΠΡΟΝΟΙΑΣ, ΔΗΜΟΙ ΚΑΙ ΝΟΜΑΡΧΙΕΣ έλα ρε μαλάκα αλήθεια λες, δεν το πιστεύω , ανακάλυψες τέτοιο πράγμα και πληρώνεσαι για αυτή σου την ανακάλυψη; Μήπως ανακάλυψες και την Αμερική;

Υ.Π. Μπράβο χοντρούλη μου, χαλάλι το φαϊ που τρως, βγήκες και τα είπες εσύ κι ας τα ξέραμε εμείς και οι άλλοι που τα τρώνε. Εύγε!Θες ένα παγωτάκι τώρα;

Wednesday 6 June 2007

To γαλάζιο όνειρο



«Αν τύχει και δεις ψηλά στον ουρανό μια διάφανη κουκίδα να κουνιέται πέρα, δώθε, πάνω, κάτω , ρίξε ένα χαμόγελο και ευχήσου της καλό ταξίδι στο όνειρο...»

Σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό ένας άνθρωπος φάντασμα, ένας άνθρωπος μοναχικός γύριζε κάθε μέρα τα πετάλια του ποδηλάτου του , έχοντας πάντα το βλέμμα του στραμμένο στο γαλάζιο...
Κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’αυτόν μόνο ότι τον έλεγαν Όμηρο και κάθε μέρα είτε με ζέστη είτε με κρύο είτε με βροχή είτε με χιόνι τριγύριζε παρέα με το ποδήλατό του πλάι στη θάλασσα.

« Η φαντασία τους για μένα οργίαζε , πάντα έβλεπα στα πρόσωπά τους την περιέργεια, την καχυποψία ακόμα και το φόβο ... μόνο ένα κορίτσι – σύννεφο τόλμησε να έρθει κοντά μου και να μου πει «γεια σου είμαι η Νεφέλη».».

«Θυμάμαι ότι τον είχα πλησιάσει με το δικό μου ποδήλατο και ακολουθούσα την αργή κίνηση των πεταλιών του... ήθελα πολύ να του μιλήσω, ντρεπόμουν όμως, δίσταζα, δεν ήθελα να του χαλάσω την ησυχία του. Κι εκείνος συνηθισμένος στο γνώριμο ήχο μόνο του δικό του ποδηλάτου, είχε σταματήσει ξαφνικά γυρνώντας να δει τι άλλο ακούγεται. Μου χαμογέλασε , τον κοίταξα αμήχανα και του είπα ...Γεια σου είμαι η Νεφέλη κι εκείνος απάντησε ... «Εγώ είμαι ο Ονειροπόλος Ποδηλάτης μα οι άλλοι με φωνάζουν Όμηρο». Ύστερα συνέχισε τη βόλτα του και μου έγνεψε φιλικά να τον ακολουθήσω...σαν μαγεμένη πριγκιπέσσα γύρισα τα πετάλια μου και βρέθηκα πλάι του να τον ακούω να μου λέει...
- Θες να σου πω μια ιστορία;
«Μια φορά ήταν ένας άνθρωπος , που δεν αγαπούσε τίποτα περισσότερο στον κόσμο, παρά μονάχα τις βόλτες με το ποδήλατό του. Λάτρευε να ταξιδεύει με αυτό σε διάφορα μέρη της γης. Είχε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους και με κάποιους μάλιστα είχε γίνει φίλος .
Δεν μπορούσε όμως να μείνει για πολύ καιρό σε ένα μέρος. Μια εμμονή τον κυρίευε διαρκώς ... η φυγή , να παίρνει το ποδήλατό του και να φεύγει ξανά για το άγνωστο και το καινούριο ...κι αυτό έκανε πάντα.
Όμως πάντα μέσα του, στην καρδιά του ήταν δυστυχισμένος , γιατί δεν μπορούσε να πραγματοποίησει ένα πολύ μεγάλο του όνειρο ... το όνειρο του γαλάζιου.
Πάντα επέλεγε να ταξιδεύει σε πόλεις και χωριά που βρέχονταν από τη γαλάζια σειρήνα , όπως αποκαλούσε τη θάλασσα. Ονειρευόταν και συνάμα ευχόταν κάποια στιγμή έτσι όπως θα γύριζε γρήγορα γρήγορα τα πετάλια του ποδηλάτου του , να σηκωθεί ψηλά και καθώς θα πλησίαζε τη γαλάζια σειρήνα να βρεθεί πάνω από το νερό και να χαθεί στο γαλάζιο ορίζοντα, εκεί που ενώνεται ο ουρανός με τη θάλασσα, να πάρει κι αυτός ένα χρώμα μπλε και να γίνει μια γαλάζια κουκιδίτσα χαμένη στον ουράνιο θόλο.
Ήξερε ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο, ήθελε όμως αυτός ο ποδηλάτης να αγγίξει το γαλάζιο, να βαφτεί μπλε.
Έτσι κάποια μέρα , αφού είχαν περάσει πολλά χρόνια και είχε δει αμέτρητες πόλεις, είχε γνωρίσει εκατοντάδες ανθρώπους, έφτασε και σε αυτό εδώ το χωριό. Είδε τη θάλασσα ,κοίταξε τον ουρανό και θαμπώθηκε.
Έμεινε καθισμένος πάνω στο ποδήλατό του ακίνητος και χάζευε για ατελείωτες μέρες τη θάλασσα, τον ουρανό και κάποια νησάκια που χάνονταν στο βάθος του ορίζοντα, γαλάζια κι αυτά.
«Εδώ είναι το γαλάζιο είπε, που θέλω να ενωθώ. Πιο απόλυτο , πιο όμορφο, πιο βαθύ, πιο ονειρικό , πιο περίεργο, πιο ταξιδιάρικο, πιο ελεύθερο γαλάζιο δεν έχω ξαναδεί», είπε και δάκρυσε.
Έτσι λοιπόν πήρε το ποδήλατό του αποφασισμένος για την πραγαματοποίηση του ονείρου του. Πήγε στο λιμάνι με τον τεράστιο μόλο κι άρχισε να κάνει ποδήλατο βάζοντας όση δύναμη είχε και δεν είχε στα πόδια του κοιτάζοντας μπροστά μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του , εκεί που όλα ήταν γαλάζια.
Έτρεχε, έτρεχε , έτρεχε πλησιάζοντας προς το όνειρό του. Κάποιοι άνθρωποι που τον είδαν να τρέχει με τόση ταχύτητα και τέτοια μανία πάνω στο μόλο του λιμανιού δεν καταλάβαινα τι ήθελε να κάνει κι έμειναν ακίνητοι να τον κοιτάζουν...καθώς έτρεχε πολύ πολύ γρήγορα ξαφνικά σαν να φάνηκε ότι το σώμα του , η φιγούρα του άλλαζε χρώμα γινόταν όλο και πιο αχνή , γινόταν σχεδόν γαλάζια...
Ο ίδιος ένιωθε το σώμα του να μουδιάζει , να μην αισθάνεται πλέον τα πόδια και τα χέρια του. Ένιωθε ελαφρύς, χαμογελούσε τώρα, χαμογελούσε κι έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε, ώσπου χάθηκε από τα μάτια των ανθρώπων, έγινε μια γαλάζια κουκιδίτσα, που κάποιες φορές, κάποιος μπορεί να τη δει στον ορίζοντα και να μην της δώσει σημασία, γιατί είναι απίστευτα μικρή.
Όλοι τότε που τον είδαν να τρέχει κι έπειτα να χάνεται τόσο περίεργα από μπροστά τους πίστεψαν ότι πνίγηκε, όμως ποτέ κανένας δε βρήκε το πτώμα του στη θάλασσα...»
«Κοίταξα τον παράξενο ποδηλάτη στα μάτια θέλοντας να αποκαλύψω κάποιο μυστικό .Μου χαμογέλασε και με ρώτησε αν μου άρεσε η ιστορία του. Δεν απάντησα, χαμογέλασα μόνο και του ευχήθηκα καλή τύχη ...
Κάποιες φορές ρώτησα για την ιστορία του ποδηλάτη, κανείς όμως δεν ήξερε τίποτα σε αυτό εδώ το χωριό...από εκείνη τη μέρα δεν ξανασυνάντησα τον Ονειροπόλο Ποδηλάτη, τον Όμηρο.
Μόνο που μερικές φορές τριγυρίζοντας κοντά στη θάλασσα κι αγναντεύοντας το πέλαγος, βλέπω μια αχνή, σχεδόν διάφανη , γαλάζια κουκιδίτσα να τριγυρνά στον ουρανό και κάποια μέρα νομίζω ότι άκουσα μια φωνή να μου λέει
«Νεφέλη δε μου απάντησες, σ’ άρεσε η ιστορία μου;» .»

« Και τότε τη βλέπω να κοιτά ψηλά χαμογελώντας ξανά και να μου γνέφει «Ναι».»
.

Tuesday 5 June 2007

Α ΡΕ ΤΖΙΜΑΚΟΣ ΠΟΥ ΣΑΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΙΙ

Σκηνές από την έκθεση ...τα συμπεράσματα δικά σας.... το μόνο που θα πω είναι ότι μια χαρά πέρασαν οι μπάτσοι εκεί έμαθαν και καινούρια κολπάκια! http://www.fantomas.gr/home.html

Monday 4 June 2007

Α ΡΕ ΤΖΙΜΑΚΟΣ ΠΟΥ ΣΑΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ...

Το λογοκριμένο έργο του Τιερί ντε Κορντιέ

Με αφορμή ένα άρθρο που διάβασα στην ελευθεροτυπία ....κατέληξα στο ότι η ιστορία της φρίκης και της ντροπής επαναλαμβάνεται σε μία χώρα που οι ιδέες της ελευθερίας και της δημοκρατίας ενώ γεννήθηκαν εδώ, εδώ τώρα κατακρεουργούνται και εξευτελίζονται με τον πλεόν φρικιαστικό και απαράδεκτο τρόπο(τρίζουν τα κόκαλα του Πλάτωνα , του Αριστοτέλη και του Σωκράτη).
Πριν από 4 χρόνια είχαν μπουκάρει και είχαν αποκαθηλώσει το «βλάσφημο» έργο του Τιερί ντε Κορντιέ από την έκθεση «Outlook» (2003) τώρα ξανακάνουν το ίδιο στην εικαστική διοργάνωση ArtΑthina (Κηφισιάς 39 Μαρούσι) σε ένα άτιτλο βίντεο της σκηνοθέτιδας και πανεπιστημιακού Εύας Στεφανή. Την οργή των εθνικιστικών κύκλων προκάλεσαν τα 40 δευτερολέπτα του βίντεο της καλλιτέχνιδας, στο οποίο διακρίνεται αμυδρά, μέσα από κλειδαρότρυπα, το αιδοίο μιας γυναίκας και ακούγονται τα πρώτα μουσικά μέτρα του εθνικού ύμνου, με τη δικαιολογία - καταγγελία ότι προσβάλει τα εθνικά σύμβολα. Κατά τα άλλα η συγκεκριμένη έκθεση τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και έχει την υποστήριξή του, αλλά ο φοβερός υπουργός αυνανισμού δήλωσε"
Το συγκεκριμένο έργο δεν είναι σύμφωνο ούτε με την αισθητική ούτε με τις αρχές μου, πλην όμως κάθε καλλιτέχνης φέρει το βάρος της υπογραφής του, συνεπώς οι καλλιτέχνες έχουν τη δυνατότητα και την ελευθερία της δημιουργίας και οι πολίτες το δικαίωμα να απορρίπτουν ή όχι ό,τι πιστεύουν πως προσβάλλει τα εθνικά μας σύμβολα». Μόνο που με αυτή του την απαράδεκτη δήλωση κι εφόσον δεν μεσολάβησε για την επιστροφή του έργου ακυρώνεται κάθε ελευθερία της δημιουρίας , αλλά και κάθε δυνατότητα από το κοινό για να το δεχθεί ή να το απορρίψει αυτό το έργο. Κι όλα αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα του 2007, που τέτοια θέματα θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα και λυμένα. Ντρέπομαι που ζω σε αυτή τη χώρα κι ακόμα περισσότερο ντρέπομαι που με "εκπροσωπούν" τέτοιοι πολιτικοί και μάλιστα υπουργός πολιτισμού. Αλλά αυτοί είμαστε η χώρα των μπουζουκιών, του Χουντόδουλου και του Ψωμιάδη που καίει βιβλία. Ο Μεσαίωνας στα μάτια μου φαντάζει μια όαση κια μια εποχή με περισσότερες ελευθερίες και δημοκρατικές ιδέες από αυτές της Ελλαδάρας με τα εθνικά της σύμβολα και τους ηθικούς πολίτες - πολιτικούς της. Οι καλλιτέχνες που εκθέτουν στην Ελλάδα θα έπρεπε μάλλον να σκεφτούν πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να υπάρχει καλλιτεχνικό άσυλο, αν θέλουν να μη βλέπουν να μπουκ΄παρουν οι μπάτσοι στους εκθεσιακούς χώρους και τα έργα τους να αποκαθηλώνονται και να θεωρούνται ότι προσβάλλουν τη δημόσια αιδώ.

Ο ιστορικός τέχνης Ντένης Ζαχαρόπουλος εύστοχα υπενθύμισε χθες ότι στον εθνικό ύμνο συμπεριλαμβάνονται και τα λόγια «Χαίρε ω Χαίρε Ελευθεριά». Καταδικάζω ό,τι συνέβη και θεωρώ ότι τα κίνητρα όσων δημιουργούν τέτοιου είδους γεγονότα εξηπηρετούν άλλους σκοπούς».

Tuesday 29 May 2007

Εδώ Λιλιπούπολη

Από τότε που ασχολούμαι λόγω επαγγέλματος με τα παιδιά μου έχουν κάνει τρομερή εντύπωση αυτά τα κινούμεα σχέδια που βλέπουν στην τηλεόραση, καθώς μια και δε βγάζω άκρη για τι πράγμα μιλάνε, αφού όλα έχουν κάτι ακαταλαβίστικα ονόματα και τερατώδεις μορφές που απορώ τι το όμορφο και ενδιαφέρον βρίσκουν σε όλα αυτά, αλλά και με ποιο ήωα μπορεί να ταυτιστούν. Μήπως με το πιστόλι που κρατάει ( δε θέλω να το σκέφτομαι τρομάζω). Τέλοσπάντων περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, όμως εγώ εξακολλουθώ να έχω μία νοσταλγία για τα στρουμφάκια , τη Λιλιπούπολη, για τη Φρουτοπία κλπ. κλπ κι έτσι καλώς ή κακώς αφού παίζω ρόλο στη "διαμόρφωση - παραμόρφωση" της προσωπικότητας του παιδιού , γουστάρω να βάζω στα παιδιά να ακούνε κι αυτά που νομίζω ότι μάλλον δε θα τα ακούσουν ποτέ. Αν δε βαριέστε ( 11' και 20'') ακούστε Πώς ο παπαγάλος( δεν) έμαθε καλούς τρόπους, , γιατί έτσι απλά μου αρέσει να ακούνε αυτά την ώρα που ζωγραφίζουμε και να μην έχουν καθόλου "καλούς " τρόπους και να μου λένε " κυρία ε κυρία έλα μία που σε θέλω"

Monday 28 May 2007

Απότομη προσγείωση



Μετά το τριήμερο επανήρθα δριμύτερη όπως φάνηκε μιας κι έχω να καταθέσω το εξής:
Μα καλά είναι δυνατόν όλο το χειμώνα να κάνω κάθε Σαββατοκύριακο 400 χιλιομετρα με το αμάξι και σήμερα να πέσω μέσα στο ίσωμα πάνω στο αμάξι ενός κακόμοιρου που το είχε παρκαρισμένο κι έπινε καφέ; Ήμαρτον! Πόσα κιλά ηλιθία μπορεί να είμαι! Ε εντάξει δε λέω είχα κόψει ταχύτητα και κοίταζα δεξία κι αριστερά να βρω φαρμακείο, αλλά όπως κοίταζαν πλαγίως τα μάτια μου έτσι πλαγίως κατεύθυναν και το χάροντα αμάξι τα χέρια μου , ώσπου ακούω ένα μπαμ! Και ήρθα στα ίσα μου. Έκανα και τα δύο αμάξια λίγο πιο καινούρια στο χρώμα... δεν έγινε τίποτα σπουδαίο θα μπορούσε να είναι και χειρότερο , όμως η ηλιθιότητα μου άγγιξε νομίζω τα όρια της μαλακίας .
Αυτά είχα να πω, σκιάχτηκα αρκετά με τη βλακεία που με δέρνει ( να πεις ότι είχαν πιάσει και οι ζέστες να το καταλάβω), αλλά μάλλον δε γίνεται να κάνω ταυτόχρονα δύο πράγματα όταν οδηγώ ..... Adios

Wednesday 23 May 2007

Δε μας χέζεις λέω εγώ ...

Οι γονείς ποτέ δε διορθώνονται , νομίζουν πάντα ότι είσαι κτήμα τους ,ποτέ κατά αυτούς δεν κάνεις τίποτα σωστά , και λένε και λένε και λένε και πάντα γκρίνια 24 ώρες το 24ωρο για σημαντικά (κατά αυτούς) αστεία( κατ’εσένα) πράγματα , δε γαμιόμαστε να ασπρίσουμε λέω εγώ. Και όχι τίποτα άλλο αν λείπεις από το σπίτι σου 10 χρόνια και αναγκαστικά ξαναγυρνάς για να μείνεις 1 χρόνο για να μάζέψεις μόρια στην επαρχία και τρως ξαφνικά στη μάπα όλο αυτό , e sorry αλλά παέι πολύ! Αυτά είχα να πω, γιατί τα ’χω πάρει τώρα και καταλαβαίνετε φυσικά γιατί .

Υ.Γ.Εφαρμογή σοφής και γνωστής συμβουλής: Από το ένα αυτί να μπαίνει και από το άλλο να βγαίνει, δηλαδή: δυνατή μουσική και σερφάρισμα για να τη βγάλω καθαρή φέτος και να ξεκουμπιστώ ξανά από ‘ δω.

Saturday 19 May 2007

Μα καλά Καλοκαίρι ξανά;

Καλοκαιράκι τώρα ( αν και σήμερα έχει κρύο) κι έτσι οπως το σκέφτηκα γαμώ είναι που ήρθε ξανά , χειμώνα δεν καταλάβαμε φέτος ως γνωστόν, οι μύγες και τα κουνούπια έχουν αρχίσει ήδη να κάνουν πάρτι , τα δε φίδια είναι νομίζω στις πιο μεγαλειώδεις περιόδους που μπορεί να περάσει το είδος τους και γενικά παρατήρησα ότι φέτος ευνοήθηκαν πολύ τα ιπτάμενα ζουζουνομαλακιστήρια ,καθώς και τα έρποντα γαμίδια.
Αχ τι ωραία ρε γαμώτο , τέλεια ήρθε πάλι το καλοκαιράκι, αλλά για καλό και για κακό ας κουβαλάω φέτος κανένα ξύλο πάνω μου όταν θα περπατάω στους χωματόδρομους ή δίπλα από ποτάμια κι ας αλοίφτω με κανένα σαρνικοβότανο για τους λασσαλέους κούνουπς ,αν θέλω να τη βγάλω καθαρή.
Κι αν νομίζει κάποιος ότι υπερβάλλω προχθές που έκανα το πρώτο μου μπάνιο στην αμμουδιά με τσίμπησαν τέσσερις φορές τα γαμωκούνουπα και πρήστηκε το χέρι μου και μέχρι να φτάσω στη θάλασσα είδα σκοτωμένα πέντε φίδια παρακαλώ.
Αυτά είχα να πω για το καλοκαίρι που έφτασε πρόωρα αλλά και για το χειμώνα που δεν ήρθε ποτέ.
Τη γαμήσαμε τη γη μας , τώρα ήρθε η σειρά της να μας γαμήσει!

Friday 18 May 2007





Η πόλη με τα πολλά χρώματα

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην ξακουστή χώρα του Ουράνιου Τόξου
η χαρούμενη και πολύχρωμη μαγισσούλα Αιμιλία.
Η μαγισσούλα Αιμιλία ήταν ειδική στα χρώματα και ήξερε για όλα πώς να τα
ανακατεύει μεταξύ τους με μία της μόνο μαγική κίνηση. Κουνούσε το μαγικό
ραβδάκι της και γέμιζε τη χώρα του Ουράνιου Τόξου με τα πιο απίθανα και περίεργα χρώματα .
Όλοι οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί ήταν πολύ χαρούμενοι, γιατί η ζωή τους
ήταν γεμάτη χρώματα κι όλα ήταν αστεία, επειδή της μαγισσούλας Αιμιλίας της άρεσε
να κάνει σκανδαλιές .Έβαφε τα δέντρα κόκκινα με θαλασσί βούλες, τη θάλασσα ροζ,τον ουρανό κίτρινο και τον ήλιο μοβ.
Όλα ήταν όμορφα σ’ αυτή τη χώρα και κάθε μέρα η Αιμιλία έφτιαχνε τα χρώματα που ήθελαν οι κάτοικοι της χρωματιστής χώρας λεγοντας:
«Άμπρα κατάμπρα κουνώ το μαγικό μου το
ραβδί και φτιάχνω το χρώμα που θες εσύ».
Ώσπου μια μέρα,ξαφνικά στην πανέμορφη χώρα εμφανίστηκαν μαύρα σύννεφα, που τα είχε στείλει μια κακιά μάγισσα για να ρίξουν βρωμερή βροχή και να χαλάσουν τα όμορφα χρώματα της μικρής μαγισσούλας.
Αυτή η μάγισσα ήταν πολύ άσχημη και πολύ κακιά. Γι’ αυτό δεν της άρεσαν τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Της άρεσε μόνο το μαύρο και το γκρι.
Αυτή τη μάγισσα τη λέγανε Ξινή και ζούσε σε ένα ψηλό βουνό με μυτερά βράχια που είχε μαύρες παπαρούνες και γκρι γαρίφαλα. Κι όταν κάποιος πάταγε μια παπαρούνα
γινόταν κοράκι, όμως όταν η μάγισσα πάταγε τις παπαρούνες γινόταν ακόμα πιο κακιά.
Η μαγισσούλα Αιμιλία και οι άνθρωποι που αγαπούσαν πάρα πολύ το Ουράνιο Τόξο και τη χώρα τους, δεν ήξεραν τι να κάνουν και ήταν πολύ λυπημένοι . Προσπάθησαν να διώξουν τα μαύρα σύννεφα, αλλά δεν τα κατάφεραν και σαν να μην έφτανε αυτό η μάγισσα έστειλε κι άλλα μαύρα σύννεφα και τα χρώματα άρχισαν να ξεβάφουν κι όλα τα πράγματα γίνονταν μαύρα και γκρι.
Το βράδυ , κουρασμένη η κακιά μάγισσα έπεσε στο κρεβάτι της να πάρει έναν υπνάκο.
Έτσι η μαγισσούλα Αιμιλία βρήκε την ευκαιρία και πέταξε μέχρι το κάστρο της με
το μαγικό της ποδήλατο, χωρίς να πατήσει τις μαύρες παπαρούνες και τα γκρι γαρίφαλα.
Μπήκε από το πάραθυρο σιγά σιγά και μεταμόρφωσε με το μαγικό της ραβδάκι την Ξινή
σε Γλυκιά και πολύχρωμη μάγισσα.
Και ξαφνικά όλα τα σύννεφα έριχναν πολύχρωμη βροχή κι όλα βάφτηκαν ξανά με
πανέμορφα χρώματα κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Υ.Γ. Όταν τα παιδιά αφήνονται ελεύθερα να πουν και να γράψουν τις σκέψεις τους , τότε δημιουργούνται τέτοια όμορφα παραμύθια. Αυτό είναι ένα παραμυθάκι από παιδάκια πρώτης τάξης, που γράφτηκε ομαδικά, ο κόσμος τους είναι πανέμορφος.

Monday 14 May 2007

Το μονόπρακτο



Βράδυ, αργά στο σταθμό των τρένων...
Κάθονταν σε δύο διαφορετικά παγκάκια αντίκρυ, τα μάτια τους είχαν συνωμοτήσει και τα έλεγαν μεταξύ τους , χωρίς να βγαίνει ούτε ένας ήχος από το στόμα τους...μόνο με τα βλέματα ειπώνονταν όλες οι σκέψεις...
- Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα, κατάλαβε να της λέει .
- Παρατηρώ....
- Τι παρατηρείς;
- Τα τρένα που πάνε κι έρχονται , φεύγουν, σταματάνε , ξεκινάνε και ξανά πάνε κι έρχονται , πάνε κι έρχονται σε ένα ατέρμονο ταξίδι ρουτίνας και καθήκοντος, αλλά δεν είναι μόνο αυτό .
- Δεν είναι; Και τι άλλο είναι ;
- Τα τρένα είναι δύο χωρισμένες ψυχές , κάποτε υπήρξαν θερμοί εραστές, μα όχι πια. Το πάθος του έρωτά τους, τους σκότωσε. Μα πάλι τους είναι αδύνατον να σταθούν ο ένας από τον άλλον πολύ μακριά, βαδίζουν παράλληλα σε δύο γραμμές. Περνάει το ένα πάνω , το άλλο κάτω . Κοιτιούνται στιγμιαία , κάτι ψυθιρίζουν και ξεμακραίνουν πάλι. Κι όταν έρχεται εκείνη η στιγμή ,η στιγμή της κοινής στάσης, έρχονται όσο πιο κοντά μπορούν , μα πάντα παράλληλα. Δεν μπορούν , δεν επιτρέπουν να αγγιχτούν, φοβούνται. Το μόνο που νιώθουν είναι η ανάσα της ψυχής του καθενός, με ένα πόθο για σμίξιμο, με ένα πρέπει για φυγή, με ένα φόβο για την επανάληψη του εγκλήματος και τότε το ταξίδι ξεκινά και πάλι, πριν διαπραχθεί οτιδήποτε. Η σωτηρία τους και ο χαμός τους ξανά και ξανά πάνω στις σιδερένιες, ψυχρές, παράλληλες ράγες. Κρατάω τα όνειρά μου φυλαγμένα σε αυτό το το παγκάκι, αφήνοντας να τα παρασύρει η ταχύτητα των τρένων και τα ζεστά χνώτα των ανθρώπων. Άκου το σύρσιμο στις ράγες, πλησιάζει ένα από αυτά. Αφέσου στην ταχύτητα του, κλείσε τα μάτια σου και αφουγκράσου τον ήχο του. Ακολούθησε το σταμάτημά του , άγγιξε τον όχλο που ξεχύνεται από μέσα του, απελευθερώνοντας την ενέργεια που είχε συσωρευτεί στα όρθια ακίνητα πόδια του και τον ιδρώτα που είχε μουσκέψει τον αέρα. Η ατμόσφαιρα πασαλείβεται με αυτές τις μυρωδιές , με αυτούς τους τους ήχους. Ύστερα πάλι σβήστα όλα αυτά, καθώς θα φεύγει και θα σκορπίζονται όλα στον αέρα παρασυρμένα από την ταχύτητά του...πες πώς ήταν μια στιγμή παραφροσύνης, μια στιγμή ονείρου κι άφησέ τα ...αφέσου κι εσύ μαζί στο ταξίδι του για να ταξιδευτείς.
- Θα κλείσω τα μάτια μου, μόνο υποσχέσου μου ότι όταν θα τ’ ανοίξω δε θα έχεις φύγει;
- Στο υπόσχομαι.
Έκλεισα τα μάτια , το τρένο πλησίαζε, ένιωθα τη ατμόσφαιρα να αλλάζει, να κουβαλάει μαζί της την ορμή του τρένου, τις στοιβαγμένες ανάσες των ανθρώπων και του αέρα που το κυνηγούσε. Πέρασε από μπροστά μου, κάνοντας τα μαλλιά μου να ανεμίσουν. Σταμάτησε...έβγαλε μια ανάσα ανακούφισης από την κούραση της ημέρας, άνοιξε με βαθιά έπαρση τις πόρτες του κι άφησε να ξεχυθεί το πλήθος που κουβαλούσε. Όλη η προηγούμενη ησυχία είχε σιωπήσει, φασαρία από λιγοστές φωνές και πολλά συχγρονισμένα βήματα να τρέχουν προς την ίδια πορεία, η έξοδος, ο προορισμός ολονών, πίσω ξανά στη ζωή της πόλης. «Μπιπ-Μπιπ» η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά «αγαπητοί μου επιβάτες, τελοσπάντων βιαστείται εγώ θέλω να φύγω, δεν μπορώ να σας περιμένω ένα αιώνα μέχρι να πάρετε εσείς τα πόδια σας, βαρέθηκα, γκντουμπ, γεια και χαρά σας φεύγω τώρα, όσοι προλάβατε, προλάβατε». Έκλεισε με θόρυβο τις πόρτες του και ξεκίνησε ξανά το ταξίδι του, λίγο λίγο η ταχύτητα δυνάμωνε, ο αέρας άρχισε πάλι παιχνίδια κυνηγητού και τα μαλλιά μου ανέμισαν στιγμιαία ξανά καταλαβαίνοντας κι αυτά τη δύναμη της κίνησης που απελεύθερωνε η φυγή του τρένου. Σιωπή πάλι , όλα ηχούσαν όπως και πριν, όλα σιωπηλά , ηρεμία ...πάει έφυγε κι αυτό.
Άνοιξα σιγά σιγά τα μάτια μου και κοίταξα απέναντι... δεν κράτησε την υπόσχεσή της είχε φύγει κι αυτή μαζί με το τρένο...αντίο . ..πάμε μαλάκα σπίτι μονολόγησα κι έφυγα αργά αργά.

Friday 11 May 2007

Αυστρία, ώρα μηδέν


Αυστρία, Κλάγκενφουρντ, πόλη βγαλμένη από παραμύθια με ξωτικά και νεράιδες, σπιτάκια σαν σπιρτόκουτα με σκεπές ξύλινες , όμορφες σοφίτες, λίμνες γαλάζιες, δροσερά ποταμάκια , δάση ,βουνά, απίστευτη φύση!
Ήταν μία πανέμορφη άνοιξη , Μάιος μήνας (καλή ώρα), έμενα σε ένα ξύλινο σπιτάκι μέσα στο δάσος , πάνω από μια λίμνη και κάθε μέρα βγαίνοντας το πρωί για να πιω καφέ στο μπαλκόνι έβλεπα τα σκιουράκια να κάνουν παιχνίδια και σκανταλιές πάνω στα δέντρα . Θα έμενα εκεί για 15 μέρες και ήθελα να απολαύσω αυτή την απίστευτη ομορφιά. Έτσι κάθε μέρα έπαιρνα το ποδήλατο και τριγυρνούσα στα μονοπάτια που πέρναγαν μέσα από ρυάκια, μικρά δασάκια χαζεύοντας δεξιά κι αριστερά, μυρίζοντας το άρωμα του ξύλου και του νερού.
Όλα φάνταζαν τέλεια... οι μέρες περνούσαν με βόλτες στην εξοχή , μπύρες , ξενύχτια σε μικρές παμπ και τοπικά φεστιβάλ ...όμως ο εφιάλτης μου επαναλήφθηκε ... όχι ρε φιλε παλι. Ξανά τα ίδια, όποτε φεύγω από τη χώρα μου ....δεν μπορώ να χέσω, φτου σου! Μα πώς είναι δυνατόν αφού είχα καταναλώσει όλα τα ακτινίδια του σούπερ-μάρκετ, είχα πιει τόνους μαύρης και ξανθιάς μπίρας ( μου φέρνει συνήθως κόψιμο), είχα φάει κουβάδες από παραδοσιακό αυστριακό γιαούρτι, είχα καπνίσει τον ακάπνιστο πίνωντας ταυτοχρονα λίτρα από καφέ και εδώ και 5 μέρες έχω μείνει ώωωωωρες στην τουαλέτα καταβάλλοντας υπερπροσπάθειες για έστω ένα κουραδάκι κι όμως τίποτα. Και σαν να μη έφτανε αυτό οι φίλοι που μέναμε μαζί με είχαν πάρει χαμπάρι κι είχαν αρχίσει την καζούρα και το δούλεμα,. Το έβαλα καλά στο μυαλό μου ΞΕΧΝΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΑΦΟΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΙΑ !
Ένα απόγευμα λοιπόν φανερά ενοχλημένη κι απελπισμένη από την κατάστασή μου , πήρα το ποδήλατο και χάθηκα βαθιά μέσα στο δάσος μήπως και ηρεμήσω από τα πειράγματα της παρέας μου και τα ηχητικά εφέ που έκαναν κάθε φορά που έμπαινα στην τουαλέτα.... η αλήθεια είναι ότι απορροφήθηκα από τη βόλτα μου και δε σκεφτόμουν πια το πρόβλημα που είχε παρουσιαστεί ... ώσπου έπεσα σε μία τρομερή λακούβα και μαζί με το ποδήλατο τραντάχτηκα κι εγώ... ε εντάξει και; Και; Τα είδα όλα! Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα ότι άπαξ και σηκωθώ από τη σέλα τη γάμησα ! Μία τερατώδης κουράδα πίεζε να βγει προς τα έξω, άλλαξα 15 χρώματα! Κανονικά θα έπρεπε να είμαι ευτυχισμένη που επιτέλους θα τελείωνε το μαρτύριό μου, όμως ήμουν στη μέση του πουθενά ( μάλλον καλό αυτό) , μακριά από το σπιτάκι και το βασικότερο χωρίς χαρτί!
Γυρίζοντας τα πετάλια με πολύ αργούς ρυθμούς , καθώς οποιαδήποτε περίσσια κίνηση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία , κοίταζα το μέρος όπου θα μπορούσα να τα κάνω... και ναι το βρήκα! Πετάω γρήγορα κάτω το ποδήλατο, χώνομαι πίσω από δύο θάμνους και παίρνω αμέσως θέση βολής ΜΠΟΥΦ!
Το μέγεθος, η ποσότητα και η θερμότητα που είχε αυτή η κουράδα σίγουρα θα μπορούσε να γραφτεί στο βιβλίο Γκίνες. Ταράχτηκα, ένιωσα ότι ανακάλυψα μια πλευρά του εαυτού μου που δεν την ήξερα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κάθισα στη θέση βολής για κάποια λεπτά μέχρι να συνέρθω από το σοκ και μετά έβγαλα μια βαθιά ανάσα ανακούφισης καθώς ένιωσα ότι έχασα τουλάχιστον εφτά κιλά από πάνω μου ένα για κάθε μέρα ... μετά όμως καινούρια ζόρια! Με τι θα σκουπιστώ ρε φίλε, να ανέβω έτσι στη σέλα του ποδηλάτου δεν έπαιζε με τίποτα, θα ήταν φρικαλέο. Σκέφτηκα για λίγο κρυφοκοιτώντας με «θαυμασμό» αυτό το πράγμα που είχα «γεννήσει» και το βρήκα, η μόνη λύση ήταν να σκουπιστώ με τις κάλτσες μου, δεν υπήρχε τίποτα άλλο που θα μπορούσε να σώσει την κατάστασή μου . Κάνοντας κάποια ακροβατικά, κατάφερα να βγάλω τελικά τα παπούτσια και μετά τις κάλτσες. Τις γύρισα ανάποδα για να είναι τουλάχιστον καθαρές κι αυτό ήταν...
Έφυγα πανικόβλητη για το σπίτι παρακαλώντας να μην ειναι εκεί κανένας, ήθελα να μπω κατευθείαν στο μπάνιο και να απολαύσω ξανά την καινούρια ζωή που άρχιζε για μένα, χωρίς τους πόνους και τις κρυφές εκτοξεύσεις μεθανίου .....
Αυστρία ένα υπέροχο μέρος που σίγουρα είμαι πολύ δεμένη μαζί του , γιατί εκτός από τις κάλτσες μου , άφησα εκεί κι ένα τεράστιο και μοναδικό κομμάτι του εαυτού μου.

Υ.Γ. Μετά τα γέλια- κλάματα που έριξα δάσκαλε Venieri , διαβάζοντας «το νυχτερινό σου χαρταετό» , ζήλεψα τόσο πολύ για την ιστορία σου, που είπα να αφήσω καταμέρος την ποίηση και να ασχοληθώ με το θέμα «κουράδα» , καθώς θυμήθηκα ότι διαθέτω αρκετές ιστορίες με σκατοπεριεχόμενο και είπα να καταθέσω μία από αυτές. Ευχαριστώ( για την έμπνευση) , τα σέβη μου.

Wednesday 9 May 2007

Για σένα


Eίναι φορές που η ελπίδα κομματιάζεται, αποτεφρώνεται μαζί με τη νεκρή ψυχή και απλώνεται σε όλο τον αέρα οσμή σκοταδιού. Η φυγή πολλές φορές φαντάζει οπτασία, απάτη και άφθαστος σκοπός. Μια φυγή που δεν ορίζεται με εικόνες και σημεία του ορίζοντα, μια φυγή που δεν απαντά στα «γιατί». Φυγή από αυτά που πονάνε, φυγή από την ύλη και την αίσθηση. Και αυτή η μοναξιά ώρες ώρες φωλιάζει σε κάθε γωνιά, καταπλακώνει κάθε επιφάνεια απτή και μη απτή, ορατή κι αόρατη. Και άλλες φορές ο πόνος ακαθόριστος, παντοδύναμος επιβάλλεται παντού και οι λέξεις τότε χάνουν το νόημα τους, οι αναμνήσεις καίνε περισσότερο, οι στιγμές περνάνε σαν σκοτεινοί χορευτές κάνοντας φιγούρες χλευαστικές και άπονες, περιφρονώντας το βούρκωμα των ματιών και τον ακατάπαυστο κόμπο που δένει τα πάντα. Αντίο, αντίο στο πού, σε ποιον, σε τι, πάντα θα τα κουβαλάμε μαζί μας όλα, για να θυμόμαστε το άσπρο και το μαύρο, το κόκκινο και το μαβί, το μπλε του ωκεανού.
Κι όμως απάνω στης θάλασσας τα κύματα θα προσπαθήσω να αφήσω όλο μου το σώμα κι όλη μου την ψυχή για να έρθεις και να αγκαλιάσεις εκείνες τις γωνιές, τα μέρη αυτά τα απόκρυφα που ψάχνουν να κοιμηθούν σε γαλήνη, που ψάχνουν τα υπόλοιπα κομμάτια τους , κουρασμένα από το ταξίδι τους στο χρόνο. Η αντηλιά θα πέφτει επάνω τους, αφήνοντας να καθρεφτίζεται η γλυκιά μορφή σου στις άσπρες κορυφές των κυμάτων.
Και έπειτα όλο το χρυσάφι της φύσης και του ήλιου θα χυθεί παντού και θα σκεπάσει κάθε ροζ, κίτρινο, μοβ και μαύρο, αφήνοντας μόνο το κόκκινο της αγάπης και το μπλε της θάλασσας να ξεχωρίζει, το χώμα και το ύδωρ. Μέσα στα στάχυα θα κυλιόμαστε και μέσα στα καταγάλανα νερά θα αφήνουμε τον ύπνο να μας χαϊδεύει. Μέσα στα αρώματα και τους καρπούς των περιβολιών θα περπατάμε τα ζεστά μεσημέρια και ο ήλιος ψηλά επάνω στα κεφάλια μας θα καίει… μαζί με τους ήχους του ανέμου θα ταξιδεύουμε κι εμείς, αφήνοντας τη ζωή μας μετέωρη να κυλά και να τρέχει ... για πού ποιος ξέρει.

Sunday 6 May 2007

H επιστροφή της μύγας

Θα επιστρέψω μια μέρα σε αυτά που άφησα πίσω μου ,ξεκινώντας από την αρχή, κάνοντας ένα μεγάλο κόκκινο κύκλο ,ψάχνοντας πάλι τις μοβ ανεμώνες και τα κίτρινα κρίνα του αγρού. Τρέχοντας στους δρόμους κάτω από τα γκρίζα σύννεφα του χειμώνα, βλέποντας μέσα από τη ροζ ομίχλη θα σχηματίζω ξανά τη ζωή που είχα αφήσει πίσω μου ,αφήνοντας για άλλη μια φορά μια ζωή...
Και εκεί κάπου στα δίχτυα της αυταπάτης και της ευτυχίας, μέσα από τις εισπνοές της θάλασσας και της ομίχλης όλα θα φαντάζουν δαφορετικά και όλα ίδια, εγώ και το ποδήλατο, ο πατέρας , η μητέρα, η γιαγιά και ο παππούς μα όλα αυτά είναι πολύ μακριά και η ζωή είναι διαφορετική ας γύρισα πίσω ξανά...
Γαλάζιος ουρανός ,θάλασσα καφέ, ποτάμι θρασύ, ήλιος παγωμένος, φωτεινός, μάτια νοσταλγικά ,μυαλό καρφωμένο πίσω, νους καρφωμένος μπροστά, καρδιά κολλημένη πίσω, μετέωρη στο παρελθόν και το παρόν, ερωτευμένη με τα πέρυσι...εγώ, εσύ, εμείς, αυτοί, όλα εδώ, όλα εκεί, κύκλους κάνω, κύκλους φτιάχνω, και τίποτα δεν αλλάζω, χορεύω στη μετέωρη τούτη νύχτα...

...άντρα μοιάζεις με εκείνες τις κόκκινες μορφές της νύχτας, άντρα λάμπεις πίσω από τα χλώμα στάχυα του φθινοπώρου, χάνεσαι και βουλιάζεις στη λάσπη που κατέβασε ο θυμωμένος ποταμός, τα χέρια μου κλαδιά να αγκαλιάσουν την άνοιξη της μέρας, τα χέρια μου μαχαίρια να χαράξουν δρόμους επιστροφής, όμως άντρα κοιμάσαι σα μωρό πίσω από τις λάμψεις των αστεριών κι εγώ πολύ μικρή για να αδράξω αυτόν τον ύπνο...
Φύλλα – φτερά , σύννεφα – πουλιά , κύματα , άσπρα, μεγάλα, καφετιά , λασπώδη, γκρίζα, κρύα, παγωμένη θάλασσα, τα βήματά μου βούλιαξαν στην άμμο και δεν κουνιούνται πια. Και η μύγα,επέστρεψε, γύρισε πίσω συντροφεύοντας εσένα καινούριε ταξιδιώτη στο αέναο ταξίδι που χάραξες ... βρήκες εκείνον και του ψιθυρίσες όσα σου είπε εκείνη η μύγα, η ενοχλητική για τους άλλους, μα η συντροφιά εκείνου και η δική σου τις τελευταίες μέρες της ζωής σου...τις ύστατες ώρες που έπαιρνες τις ανάσες σου σε αυτόν τον κόσμο... «είμαι εδώ κόντα σου, τα ζουζουνίσματά μου είναι το τραγούδι μου για σένα, τα μυγοκαθίσματά μου είναι το χάδι μου για σένα , τα εκατομμύρια μάτια μου είναι τα όνειρά μου για σένα,το πέταγμά μου είναι η σκέψη μου για σένα...
η επιστροφή μου είναι ο θάνατος μιας εποχής και η γέννηση μιας άλλης ιστορίας , μιας άλλης πορείας, μιας άλλης ζωής».