CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

Wednesday 6 June 2007

To γαλάζιο όνειρο



«Αν τύχει και δεις ψηλά στον ουρανό μια διάφανη κουκίδα να κουνιέται πέρα, δώθε, πάνω, κάτω , ρίξε ένα χαμόγελο και ευχήσου της καλό ταξίδι στο όνειρο...»

Σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό ένας άνθρωπος φάντασμα, ένας άνθρωπος μοναχικός γύριζε κάθε μέρα τα πετάλια του ποδηλάτου του , έχοντας πάντα το βλέμμα του στραμμένο στο γαλάζιο...
Κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’αυτόν μόνο ότι τον έλεγαν Όμηρο και κάθε μέρα είτε με ζέστη είτε με κρύο είτε με βροχή είτε με χιόνι τριγύριζε παρέα με το ποδήλατό του πλάι στη θάλασσα.

« Η φαντασία τους για μένα οργίαζε , πάντα έβλεπα στα πρόσωπά τους την περιέργεια, την καχυποψία ακόμα και το φόβο ... μόνο ένα κορίτσι – σύννεφο τόλμησε να έρθει κοντά μου και να μου πει «γεια σου είμαι η Νεφέλη».».

«Θυμάμαι ότι τον είχα πλησιάσει με το δικό μου ποδήλατο και ακολουθούσα την αργή κίνηση των πεταλιών του... ήθελα πολύ να του μιλήσω, ντρεπόμουν όμως, δίσταζα, δεν ήθελα να του χαλάσω την ησυχία του. Κι εκείνος συνηθισμένος στο γνώριμο ήχο μόνο του δικό του ποδηλάτου, είχε σταματήσει ξαφνικά γυρνώντας να δει τι άλλο ακούγεται. Μου χαμογέλασε , τον κοίταξα αμήχανα και του είπα ...Γεια σου είμαι η Νεφέλη κι εκείνος απάντησε ... «Εγώ είμαι ο Ονειροπόλος Ποδηλάτης μα οι άλλοι με φωνάζουν Όμηρο». Ύστερα συνέχισε τη βόλτα του και μου έγνεψε φιλικά να τον ακολουθήσω...σαν μαγεμένη πριγκιπέσσα γύρισα τα πετάλια μου και βρέθηκα πλάι του να τον ακούω να μου λέει...
- Θες να σου πω μια ιστορία;
«Μια φορά ήταν ένας άνθρωπος , που δεν αγαπούσε τίποτα περισσότερο στον κόσμο, παρά μονάχα τις βόλτες με το ποδήλατό του. Λάτρευε να ταξιδεύει με αυτό σε διάφορα μέρη της γης. Είχε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους και με κάποιους μάλιστα είχε γίνει φίλος .
Δεν μπορούσε όμως να μείνει για πολύ καιρό σε ένα μέρος. Μια εμμονή τον κυρίευε διαρκώς ... η φυγή , να παίρνει το ποδήλατό του και να φεύγει ξανά για το άγνωστο και το καινούριο ...κι αυτό έκανε πάντα.
Όμως πάντα μέσα του, στην καρδιά του ήταν δυστυχισμένος , γιατί δεν μπορούσε να πραγματοποίησει ένα πολύ μεγάλο του όνειρο ... το όνειρο του γαλάζιου.
Πάντα επέλεγε να ταξιδεύει σε πόλεις και χωριά που βρέχονταν από τη γαλάζια σειρήνα , όπως αποκαλούσε τη θάλασσα. Ονειρευόταν και συνάμα ευχόταν κάποια στιγμή έτσι όπως θα γύριζε γρήγορα γρήγορα τα πετάλια του ποδηλάτου του , να σηκωθεί ψηλά και καθώς θα πλησίαζε τη γαλάζια σειρήνα να βρεθεί πάνω από το νερό και να χαθεί στο γαλάζιο ορίζοντα, εκεί που ενώνεται ο ουρανός με τη θάλασσα, να πάρει κι αυτός ένα χρώμα μπλε και να γίνει μια γαλάζια κουκιδίτσα χαμένη στον ουράνιο θόλο.
Ήξερε ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο, ήθελε όμως αυτός ο ποδηλάτης να αγγίξει το γαλάζιο, να βαφτεί μπλε.
Έτσι κάποια μέρα , αφού είχαν περάσει πολλά χρόνια και είχε δει αμέτρητες πόλεις, είχε γνωρίσει εκατοντάδες ανθρώπους, έφτασε και σε αυτό εδώ το χωριό. Είδε τη θάλασσα ,κοίταξε τον ουρανό και θαμπώθηκε.
Έμεινε καθισμένος πάνω στο ποδήλατό του ακίνητος και χάζευε για ατελείωτες μέρες τη θάλασσα, τον ουρανό και κάποια νησάκια που χάνονταν στο βάθος του ορίζοντα, γαλάζια κι αυτά.
«Εδώ είναι το γαλάζιο είπε, που θέλω να ενωθώ. Πιο απόλυτο , πιο όμορφο, πιο βαθύ, πιο ονειρικό , πιο περίεργο, πιο ταξιδιάρικο, πιο ελεύθερο γαλάζιο δεν έχω ξαναδεί», είπε και δάκρυσε.
Έτσι λοιπόν πήρε το ποδήλατό του αποφασισμένος για την πραγαματοποίηση του ονείρου του. Πήγε στο λιμάνι με τον τεράστιο μόλο κι άρχισε να κάνει ποδήλατο βάζοντας όση δύναμη είχε και δεν είχε στα πόδια του κοιτάζοντας μπροστά μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του , εκεί που όλα ήταν γαλάζια.
Έτρεχε, έτρεχε , έτρεχε πλησιάζοντας προς το όνειρό του. Κάποιοι άνθρωποι που τον είδαν να τρέχει με τόση ταχύτητα και τέτοια μανία πάνω στο μόλο του λιμανιού δεν καταλάβαινα τι ήθελε να κάνει κι έμειναν ακίνητοι να τον κοιτάζουν...καθώς έτρεχε πολύ πολύ γρήγορα ξαφνικά σαν να φάνηκε ότι το σώμα του , η φιγούρα του άλλαζε χρώμα γινόταν όλο και πιο αχνή , γινόταν σχεδόν γαλάζια...
Ο ίδιος ένιωθε το σώμα του να μουδιάζει , να μην αισθάνεται πλέον τα πόδια και τα χέρια του. Ένιωθε ελαφρύς, χαμογελούσε τώρα, χαμογελούσε κι έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε, ώσπου χάθηκε από τα μάτια των ανθρώπων, έγινε μια γαλάζια κουκιδίτσα, που κάποιες φορές, κάποιος μπορεί να τη δει στον ορίζοντα και να μην της δώσει σημασία, γιατί είναι απίστευτα μικρή.
Όλοι τότε που τον είδαν να τρέχει κι έπειτα να χάνεται τόσο περίεργα από μπροστά τους πίστεψαν ότι πνίγηκε, όμως ποτέ κανένας δε βρήκε το πτώμα του στη θάλασσα...»
«Κοίταξα τον παράξενο ποδηλάτη στα μάτια θέλοντας να αποκαλύψω κάποιο μυστικό .Μου χαμογέλασε και με ρώτησε αν μου άρεσε η ιστορία του. Δεν απάντησα, χαμογέλασα μόνο και του ευχήθηκα καλή τύχη ...
Κάποιες φορές ρώτησα για την ιστορία του ποδηλάτη, κανείς όμως δεν ήξερε τίποτα σε αυτό εδώ το χωριό...από εκείνη τη μέρα δεν ξανασυνάντησα τον Ονειροπόλο Ποδηλάτη, τον Όμηρο.
Μόνο που μερικές φορές τριγυρίζοντας κοντά στη θάλασσα κι αγναντεύοντας το πέλαγος, βλέπω μια αχνή, σχεδόν διάφανη , γαλάζια κουκιδίτσα να τριγυρνά στον ουρανό και κάποια μέρα νομίζω ότι άκουσα μια φωνή να μου λέει
«Νεφέλη δε μου απάντησες, σ’ άρεσε η ιστορία μου;» .»

« Και τότε τη βλέπω να κοιτά ψηλά χαμογελώντας ξανά και να μου γνέφει «Ναι».»
.

5 σχόλια:

tink said...

(γαμήθηκα στο γέλιο με το comment!)

eriza,

γράφεις πολύχρωμα, με συγκινείς πολύ, εγώ σε νοιώθω μπλα μπλα μπλα μπλα και λίγο φτου φτου φτου μπικοζ σάλια ιζ γκουντ, βέρυ γκουντ.

eriza said...

Αχ eriza πόσο με συγκίνησες ...με μετέφερες σε μαγικούς κόσμους να σαι καλά

eriza said...

να σαι καλά γκυκειά μου Τινκ τις καλημέρες μου μπουαχαχαχαχαχαχα

korax said...

ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ !!!!!
(3ΤΡΙΦΥΛΛΛΑ ΕΚΑΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΩ ! ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ????)

ΑΥΤΟΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑ ΑΛΗΘΕΙΑ ..."αξιαγαπητο" !!!!!!!!!!!!

Kleon Gelastos said...

ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΗ

(στη Ντόρα)

Μες στ' όνειρό της θα 'θελα να μπω, ένα φιλί
ερωτικό να έδινα στο ροζ μικρό της στόμα,
κι απότομα να ξύπναγε αυτή και πελιδνή
αναζητώντας λυτρωμό απ' το που θα 'καιε στρώμα.

Και το πρωί όταν θα 'ρχονταν θα 'θελα να κοιτά
φωνές και ήχους και μορφής σημάδια να ταιριάσει
και της νυχτιάς τον άλυπο εραστή καθώς ζητά
στις ρίζες της λατρείας μου της άπειρης να φτάσει.

Και να την έβλεπα ήθελα καθώς διστακτική
να σκαρφαλώνει θα 'ρχιζε γεμάτη δυσπιστίες
στο δέντρο μου-εδώ 'γγίζοντας, μυρίζοντας εκεί
τις άγνωστές της ψάχνοντας ν' αναγνωρίσει αξίες.

Τ' αλάθητα έτσι άμαθη χνάρια να προσπερνά
άδειο το τάσι να θαρρεί που έρωτα θα 'ξεχείλα
κι απελπισμένη απ' του κορμού τη μέση να γυρνά
ενώ θα τρέμουν-θα πλαντούν-θα σκούζουνε τα φύλλα.

Γιώργης Χολιαστός