CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

Thursday 8 November 2007

Κυρία πού;

Η κυρία Πού ζει σε ένα μικρό χωριουδάκι χτισμένο πάνω σε ένα κοιμισμένο ηφαίστειο , είναι δασκάλα σε ένα μικρό σχολείο .

Κάθε μέρα το πρωί παίρνει την τσάντα της που είναι γεμάτη με πολύχρωμα χαρτιά, ουράνια τόξα, νότες, πριγκίπισσες και δράκους, μαγικά μολύβια, και χίλια δυο άλλα πραγματάκια και πηγαίνει στους μαθητές της. Εκείνοι την υποδέχονται με χαρά, της λένε καλημέρα ,της δίνουν φιλάκια, της λένε αστεία κι εκείνη χαμογελά κοιτάζοντας τα γλυκά και αθώα ακόμα μάτια τους.

Το μάθημα αρχίζει και τα παιδάκια λένε τις σκέψεις τους στην Κυρία Πού, τη ρωτάνε διάφορα πράγματα, τα ρωτάει κι αυτή και λένε τα δικά τους, να ας πούμε χθες που μιλήσανε για την ημερομηνία λήξης στα προϊόντα ένα πιτσιρίκι της είπε :

- Κυρία τώρα κατάλαβα.

- Τι κατάλαβες;

- Γιατί πέθανε ο παππούς μου.

Η κυρία Πού γούρλωσε τα μάτια της!

- τι εννοείς πουλάκι μου;

- Να αφού όταν λήγουν τα προϊόντα ,χαλάνε και εμείς τα πετάμε, ο παππούς έληξε , πέθανε και εμείς τον πετάξαμε στο χώμα!

-«............. μμμ και τώρα τι να πω με αυτά που ακούω η έρημη, να πέσουν τώρα τα μαλλιά μου ή μετά, σκέφτεται η Κυρία Πού».

Το μάθημα συνεχίζεται κι έρχεται η ώρα των ασκήσεων. Και τότε ξεκινά το μαρτύριο της Κυρίας Πού.

-Κυρία πού θα το γράψω αυτό;

-Κυρία πού είναι αυτό;

-Κυρία πού είναι το βιβλίο μου;

-Κυρία πού πήγε το μολύβι μου;

-Κυρία πού είμαστε;( το κοιμισμένο της τάξης, πάντα υπάρχει)

Και όλη μέρα συνεχίζεται με την Κυρία Πού να τη ρωτάνε κυρία πού; , κυρία πού; Κυρία πού; ώστε στο τέλος κι εκείνη πιστεύει ότι τη λένε Κυρία Πού.

- Ε παιδάκια να σας πω πού;

- Νααιιιιιιιιιιιιιι(εκκωφαντικός θόρυβος)

- Εκεί που κλάνει η αλεπού!!!!!!!!!!

Monday 5 November 2007

Θυμάσαι;

Ήταν τότε που σε ρώτησα...Γιατί κλαις...θυμάσαι;
Κι εσύ μου απάντησες
- Δεν ξέρω.
Ήταν τότε που σε ρώτησα τι φοβάσαι ...θυμάσαι;
Και απάντησες
- Εμένα.
Ήταν τότε που σε ρώτησα τι ονειρεύεσαι ...θυμάσαι;
Απάντησες
- Τον ουρανό.
Ήταν τότε που σε ρώτησα...Πού πας ...θυμάσαι;
Δάκρυα μούσκεψαν τα μάτια σου ...σηκώθηκες απότομα, έβαλες το παλτό σου και βγήκες έξω στο κρύο, άρχισες να τρέχεις σαν τρελή μέσα στα χωράφια, έχοντας τα χέρια ψηλά στον ουρανό, ικέτευες να πέσει βροχή, δυνατή, σπαρακτική, άγρια για να λιώσεις, να υγροποιηθείς, να εξατμιστείς, να γίνεις σύννεφο και να ταξιδέψεις μέχρι τις άκρες του ορίζοντα, εκεί που όλα τα χρώματα της μέρας καθώς περνάει η ώρα ενώνονται και γίνονται όλα μαύρα. Εκεί ήθελες να βρεθείς, καρτερώντας τη στιγμή που η ασημόλουστη Σελήνη θα ξυπνούσε για να αφεθείς στα χάδια της για να βαφτείς κι εσύ με ασήμι, για να κλείσεις τα βλέφαρά σου ανάμεσα στα μακριά μαύρα μαλλιά της και να ονειρευτείς...θυμάσαι;
- Πότε θα ξυπνήσεις, πότε θα ξανάρθεις...σε είχα ρωτήσει λίγο πριν φύγεις.
Δεν είπες τίποτα, μου σφιξες τα χέρια, χαμογέλασες, δάκρυσες, έβαλες το παλτό σου και παραδόθηκες στο όνειρο.
Θυμάσαι;